28 October 2008

Οι Αλβανοί στον πόλεμο της Αλβανίας.

Σχόλιο του Γιώργου Μαργαρίτη στην Αυγή της 28.10.2003 σχετικά με το βιβλίο "Οπλίτης στο Αλβανικό μέτωπο" του λαογράφου Δημήτρη Λουκάτου.

Από τα μέσα του Νοεμβρίου του 1940 η ιταλική επίθεση είχε τελεσίδικα ανατραπεί στη Θεσπρωτία και στην Πίνδο και οι ελληνικές δυνάμεις, ενισχυμένες πλέον από την καλή λειτουργία της γενικής επιστράτευσης, πέρασαν στην αντεπίθεση. Η προέλαση των Ιταλών εξελίχθηκε σε υποχώρηση και η αρχική υποχώρηση των Ελλήνων εξελίχθηκε σε προέλαση πέρα από τα σύνορα, βαθιά μέσα στο έδαφος της Αλβανίας. Μέχρι το τέλος του μήνα οι δύο αντίπαλοι στρατοί βρέθηκαν να πολεμούν μέσα και γύρω από τα χωριά και τις πόλεις της γειτονικής χώρας, παρακολουθούμενοι από τον τοπικό πληθυσμό τον οποίο ο πόλεμος αυτός ελάχιστα αφορούσε. Οι Έλληνες της μειονότητας φυσικά υποδέχθηκαν με ελπίδες τους Έλληνες φαντάρους, χωρίς όμως να τους προστατεύσει αυτή η χαρά από τα δεινά που ο πόλεμος έφερνε μαζί του. Οι άλλοι, οι Αλβανοί, υφίσταντο απλά τα δεινά ενός πολέμου που δεν ήταν δικός τους.

Για τους πολλούς η άφιξη του ελληνικού στρατού έφερνε μαζί της αλλαγές που δυσκόλευαν περισσότερο την ήδη δύσκολη ζωή τους. Το νόμισμα της Αλβανίας, το λεκ, όπως και οι ιταλικές λίρες, αποσύρθηκαν, λόγου χάρη, από την κυκλοφορία και οι συναλλαγές, μέσα σε μία μόλις εβδομάδα, γίνονταν αποκλειστικά και μόνο με δραχμές. Τα εντυπωσιακά νομίσματα του ενός και δύο λεκ του 1939 με τον Ιταλό στρατιώτη απάνω, τα "φάσιο" και το όνομα του Βιττόριο Εμμανουέλε, έγιναν σε ελάχιστο χρόνο απλά συλλεκτικά αντικείμενα, που οι φαντάροι έστελναν πίσω στην Ελλάδα ως πειστήρια της νίκης. Στους άλλους τομείς οι αλλαγές δεν ήταν τόσο εντυπωσιακές. Οι Έλληνες φαντάροι ζητούσαν και έπαιρναν τα ίδια ακριβώς πράγματα από τους χωρικούς όπως και οι Ιταλοί ομόλογοί τους. Η εγκατάσταση στρατιωτικών μονάδων στα μικρά χωριά σήμαινε εκτόπιση των κατοίκων στον στάβλο ή την αποθήκη του σπιτιού και κατοχή των καλύτερων δωματίων, εκείνων που θερμαίνονταν, από τους φαντάρους. Η μετακίνηση προς τα διπλανά χωριά, τα κεφαλοχώρια ή τις πόλεις απαγορευόταν και οι ελλείψεις πολλαπλασιάζονταν από αυτόν τον ιδιόμορφο αποκλεισμό. Οι αγγαρείες ήταν ατελείωτες, για το άνοιγμα των δρόμων, το ξεπάγωμα των μονοπατιών, τη μεταφορά εφοδίων, τη συλλογή καυσόξυλων, τη λειτουργία μαγειρείων και το πλύσιμο του στρατιωτικού ιματισμού. Άνθρωποι και ζώα στη διάθεση των στρατιωτικών οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας.

Ήταν μία παράξενη συμβίωση αυτή των φαντάρων με τους Αλβανούς χωριάτες. Η διοίκηση προτιμούσε να κρατά τους κατοίκους στα χωριά τους, ώστε να εξασφαλίζει πρόσθετα εργατικά χέρια σε ώρες ανάγκης. Και οι ίδιοι εξάλλου δύσκολα αποχωρίζονταν, μέσα στο χειμώνα, τα σπίτια και το βιος τους. Ό,τι είχαν βρισκόταν στο χωριό, στα σπίτια τους. Έμεναν λοιπόν εκεί για να το προστατέψουν από τους φαντάρους ή και τους στερημένους συγχωριανούς τους. Έμεναν εκεί, μέσα στις μάχες, τους βομβαρδισμούς, εκτεθειμένοι στους εχθρικούς όλμους και στα πολυβόλα κάθε φορά που πήγαιναν να ταϊσουν τα ζώα τους, να μαζέψουν ξύλα ή να ξεχώσουν καμία πατάτα. Πέθαιναν όπως οι φαντάροι και τραυματίζονταν χωρίς, στην περίπτωση αυτή, να τυγχάνουν της εύνοιας των στρατιωτικών χειρουργείων εκστρατείας. Τα τελευταία αυτά είχαν τους δικούς τους να φροντίσουν και το φαρμακευτικό υλικό ή απλά η καλή διάθεση δεν περίσσευαν.

Στις σχέσεις των χωρικών με τους φαντάρους επικρατούσε πάντα η καχυποψία, ο φόβος -με χαιρεκακία έβλεπαν οι μεν τα πάθη των δε- σε μία κατάσταση που ήταν και για τους δύο επώδυνη. Υπήρχε όμως και η άλλη πλευρά, αυτή που μας κατέδειξε ο Δημήτρης Λουκάτος. Για τους φαντάρους στην πρώτη γραμμή, αυτοί οι χωρικοί ήταν μια μακρινή ανταύγεια του κόσμου που είχαν πίσω τους αφήσει. Έβλεπαν σε αυτούς παιδιά, έβλεπαν νεογέννητα, γονείς, μανάδες, παππούδες και προπαντός έβλεπαν γυναίκες και κορίτσια. Ειδύλλια που δεν προχώρησαν, σχέσεις τρυφερές και αδιέξοδες στήνονταν σε αυτό τον μικρόκοσμο, συνδέοντας τους πολεμιστές με τη ζωή σε αυτό το βασίλειο του θανάτου. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, στις αναμνήσεις των μαχητών, ανάμεσα σε άλλα πολλά, συχνά βρήκε τη θέση της κάποια άσημη χωριατοπούλα της Αλβανίας. Περισσότερο και από τον ενθουσιασμό της όποιας νίκης, αυτή η ανάμνηση αποτελούσε, μαζί με τη συντροφικότητα ίσως, το πιο φωτεινό σημείο σε αυτήν την επίσκεψη στην κόλαση του πολέμου.

22 October 2008

Shadows.


Ένα ποίημα γεμάτο γυναικεία ευαισθησία
από μια άγνωστη Καβαλιώτισσα ποιήτρια.
Την Γιάννα Ζαραφειάδου.


Shadows.

Στο μονοπάτι των χαμένων σκιών
εκεί θα πάω να προσκυνήσω.
Πάνω στο βωμό τη καρδιά μου θα παραδώσω.
Έτσι την ψυχή μου θα αφήσω να περιπλανηθεί
και σε ένα καινούριο σώμα να εγκατασταθεί.
Θα κουβαλώ μόνο χαρές
γιατί εκεί στο μονοπάτι των χαμένων σκιών άφησα την καρδιά μου.

Στεφάνι κόκκινο θα πλέξω στα μαλλιά
για να κρατώ τον δρόμο φωτεινό.
Το πορφυρό το χρώμα θα φεγγίζει μέσα στο σκότος.
Εκεί στο μονοπάτι των χαμένων σκιών
Εκεί θα παραδωθώ.

12 October 2008

Στα χείλη μας ακόμη το φιλί.


Χθες πήγαμε τρεις φίλοι σε μια συναυλία του Λίνου Κόκοτου που έγινε στο πιο ατμοσφαιρικό ίσως καφέ της Καβάλας αυτή την στιγμή. Την ”Παλιά Βιβλιοθήκη”. Ο Λίνος Κόκοτος ήταν από τους βασικότερους συνθέτες του Νέου Κύματος. Δεν πίστευα όμως ότι θα κατάφερνε να κάνει τόσο καλή συναυλία όπως αυτή που κατάφερε να δώσει χθες. Όλο σχεδόν το κοινό, από ένα σημείο και μετά τραγουδούσε και αυτό μαζί με το συγκρότημα και ελάχιστοι εγκατέλειψαν τον χώρο πριν τελειώσει η συναυλία κατά τις 3 το βράδυ. Ήταν νομίζω όσο πιο κοντά μπορούσε να νιώσει κανείς στις μπουάτ εκείνης της εποχής στην Πλάκα.
Χρόνια είχα να χαρώ μια συναυλία τόσο πολύ.

Παραθέτω παρακάτω τους στίχους από το τραγούδι που μου έμεινε πιο πολύ στο μυαλό μετά το τέλος της εκδήλωσης. Ένα δροσερό και ανοιξιάτικο τραγούδι του Λίνου Κόκοτου και του Αργύρη Βεργόπουλου που το πρωτοτραγούδησε ο Μιχάλης Βιολάρης.

Στα χείλη μας ακόμη το φιλί.

Βούλιαξα στη σιωπή
σαν τα καράβια σ’αφρισμένο πέλαγο
χάθηκα το πρωί
σαν τα πουλιά στου δάσου τα φυλώματα
και δίψασα πολύ
κι ως έσκυψα να πιω εστέρεψε η πηγή

Στα χείλη μας χλωρό ακόμα το φιλί
έλα ν’αγαπηθούμε σε μια βουνοκορφή
η άνοιξη τραγούδι ο ήλιος στην αυλή
έλα να αγαπηθούμε σε μια βουνοκορφή

Έσβησε η φωνή
σαν το κερί που σβήνει από τον άνεμο
έμεινες μοναχή
σαν ένα αστέρι που έχασε τη λάμψη του
και δίψασες πολύ
κι ως έσκυψες να πιεις εστέρεψε η πηγή.

06 October 2008

Εξορκίζοντας το κακό.


Απευθύνοντας στον Ασθενή την ερώτηση ”Τι υποψιάζεσαι ότι έχεις;” συμβαίνει πολλές φορές να πάρω απάντηση του στυλ ”Θέλω να δω μήπως είναι τίποτε κακό”. Κάτι τέτοιο επίσης μπορεί να πει ο Ασθενής και χωρίς καν να του απευθύνουμε κάποια ερώτηση.

Σε περιπτώσεις που ο Ασθενής εκφράζει τέτοιο φόβο δεν διστάζω να προκαλέσω ζητώντας από τον Ασθενή να μου πει τι εννοεί με τη λέξη κακό. Αν διστάζει τότε προχωρώ περισσότερο ρωτώντας τον αν εννοεί μήπως είναι κάποιος καρκίνος. Στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων ο Ασθενής λέει ότι όντως αυτό είναι που φοβάται. Έχω παρατηρήσει ότι και μόνο που προφέρω την απαγορευμένη λέξη καρκίνος ο Ασθενής σαν να ανακουφίζεται. Και από κει και πέρα συνεχίζουμε την συζήτηση πάνω σε πιο ξεκάθαρες βάσεις.

Ουσιαστικά εφαρμόζω την ίδια τακτική που χρησιμοποιούν οι Ψυχίατροι, στην Σκανδιναβία τουλάχιστον, οι οποίοι δεν διστάζουν να ρωτούν ανοικτά τους ασθενείς τους αν οι ασθενείς έχουν αυτοκτονικές σκέψεις και αν ναι, αν έχουν σκεφτεί με ποιο τρόπο θα το επιχειρούσαν. Σύμφωνα με τους Ψυχίατρους αυτές οι ερωτήσεις όχι μόνο δεν αυξάνουν τον κίνδυνο να αυτοκτονήσει ο Ασθενής αλλά τουναντίον τον ελαττώνουν. Αυτό γιατί ο Ασθενής νιώθει ανακουφισμένος που έχει μιλήσει για ένα θέμα ταμπού.