24 December 2018

Φιόντορ Ντοστογιέβσκι (1821 - 1881). Ένα αγόρι τα Χριστούγεννα.




ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ  (1821-­1881)

ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 

Έχω την εντύπωση, λοιπόν, ότι υπήρχε στο υπόγειο ένα αγόρι, όμως πολύ μικρό ακόμα, έξι χρονών  ή μπορεί και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε το πρωί μέσα σε ένα υγρό, κρύο υπόγειο. Φορούσε  κάτι  σαν  ρομπάκι και  τουρτούριζε. Η  ανάσα  του έβγαινε από  το  στόμα  του  σαν άσπρος  αχνός, κι  εκείνο, καθισμένο πάνω σε ένα σεντούκι στη γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας τη να πετάει και  να χάνεται. Όμως, ήθελε τόσο πολύ να φάει κάτι. Είχε πλησιάσει κάμποσες φορές από το πρωί το  σανιδένιο  κρεβάτι,  όπου πάνω σε  ένα λεπτό  σαν φύλλο στρώμα και με έναν μπόγο για μαξιλάρι  κειτόταν η άρρωστη μητέρα  του. Πώς  βρέθηκε άραγε εδώ; Θα  πρέπει να ήρθε με  το αγοράκι της από κάποια άλλη πόλη και αρρώστησε ξαφνικά. Την ιδιοκτήτρια των κρεβατιών την είχαν συλλάβει  δυο μέρες πριν. Οι ένοικοι σκόρπισαν στα πόστα τους, λόγω γιορτών, κι ένας ακαμάτης που έμεινε κειτόταν ήδη μεθυσμένος του θανατά ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς να περιμένει καν τη γιορτή. Στην άλλη άκρη του δωματίου βογκούσε μια ογδοντάχρονη γριούλα, που έζησε κάποτε, κάπου, σαν γκουβερνάντα, και τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας στο αγόρι, που άρχισε να φοβάται πια να πλησιάσει προς τη γωνιά της. Κάπου σε μια πεζούλα ανακάλυψε κάτι για να πιει, αλλά δε βρήκε ούτε μια κόρα ψωμί για να φάει, και πήγαινε τώρα για δέκατη φορά να  ξυπνήσει τη μητέρα του. Τελικά, μέσα στο σκοτάδι ένιωσε να φοβάται: είχε βραδιάσει εδώ και ώρα, αλλά κανείς δεν άναψε φως. Ψηλαφώντας το πρόσωπο της μαμάς του, παραξενεύτηκε που εκείνη  δεν  κουνήθηκε  καθόλου  και  ήταν τόσο  παγωμένη  όσο κι ο τοίχος. «Πολύ  κρύο  κάνει  εδώ  μέσα», σκέφτηκε, στάθηκε  λίγο ακόμα,  ξεχνώντας ασυναίσθητα το χέρι  του στον ώμο της  μακαρίτισσας, μετά  χουχούλιασε τα δαχτυλάκια του, για να τα  ζεστάνει, και ξαφνικά, ξετρυπώνοντας από το κρεβάτι το κασκετάκι του, σιγά  σιγά, ψηλαφητά, βγήκε από το υπόγειο. Θα  είχε φύγει  νωρίτερα, αλλά φοβόταν εκεί πάνω στη σκάλα το μεγάλο σκυλί που στεκόταν ολημερίς έξω από την πόρτα των  γειτόνων. Όμως, τώρα πια το σκυλί δεν ήταν εκεί, κι αυτός βγήκε γρήγορα στο δρόμο. 

Θεέ  μου, τι πόλη  ήταν αυτή! Ποτέ άλλοτε  δεν είχε  δει κάτι παρόμοιο. Εκεί  απ' όπου ερχόταν, τις νύχτες πέφτει μαύρο σκοτάδι, ένας  φανοστάτης φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα, χαμηλούτσικα  σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται με παντζούρια. Έξω, με το που θα πάρει να σουρουπώνει, δε θα δεις  κανέναν  —  κλείνονται όλοι στα σπίτια τους, και το μόνο που ακούς  είναι  το ουρλιαχτό από ολόκληρα κοπάδια  σκυλιών, εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτά αλυκτούν και γαβγίζουν όλη τη νύχτα. Ωστόσο, εκεί κάτω ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν να φάει, ενώ εδώ, ω Θεέ μου, ας έτρωγε  μια  στάλα!  Και τι  θόρυβος και φασαρία είναι  αυτή, πόσο φως και πόσοι  άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και παγωνιά, παγωνιά! Παγωμένος αχνός βγαίνει από τα καταπονημένα άλογα, από τις  καυτές ανάσες τους. Κάτω από το λιωμένο χιόνι βροντοκοπούν πάνω στην πέτρα τα πέταλά τους, κι όλοι σπρώχνονται τόσο και, ω Θεέ μου, πόσο θέλει να φάει, ένα κομματάκι οτιδήποτε έστω, και τα δάχτυλα  άρχισαν  ξαφνικά  να πονάνε τόσο. Δίπλα του, πέρασε  το όργανο της τάξης  που έστρεψε αλλού το πρόσωπό του, για να μη δει το μικρό. 

Να κι άλλος  δρόμος, τόσο  πλατύς!  Εδώ  σίγουρα  μπορούν  να  σε  ποδοπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πώς τρέχουν και τι φώτα, τι φώτα! Ω, αυτό τι είναι; Α, ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι  ένα  δωμάτιο, και στο  δωμάτιο ένα δέντρο ίσαμε το ταβάνι. Είναι  ένα  έλατο, και  πάνω στο  έλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια και μήλα και κουκλάκια και μικρά αλογάκια. Πέρα δώθε  στο δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και κάτι τρώνε και πίνουν. Να, το κοριτσάκι εκείνο άρχισε να χορεύει με το αγοράκι, τι όμορφη κοπελίτσα! Ορίστε κι η μουσική  που ακούγεται πίσω από το τζάμι. Κοιτάζει ο μικρός και θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα του πονάνε  ήδη  και τα δαχτυλάκια των ποδιών,  ενώ των χεριών  έγιναν πια κατακόκκινα, δεν κλείνουν και πονάνε όταν τα κουνάει. Ξάφνου το αγόρι θυμήθηκε ότι του πονάνε τόσο πολύ τα δάχτυλα, έβαλε  τα  κλάματα  και  συνέχισε  το  δρόμο  του,  αλλά να που πάλι βλέπει, μέσα από ένα άλλο τζάμι, ένα άλλο δωμάτιο κι ένα δέντρο, και στα τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε είδους  —  αμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, και κάθονται εκεί τέσσερις πλούσιες κυρίες, που δίνουν σε όσους μπαίνουν γλυκά, κι ανοίγει για μια στιγμή η πόρτα και μπαίνουν απ' έξω κάμποσοι κύριοι. Πλησίασε στα κλεφτά ο  μικρός, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Ωχ, τι φωνές ήταν αυτές και τι χειρονομίες! Μια κυρία έτρεξε γρήγορα, του έβαλε στο χέρι ένα καπίκι και του άνοιξε την πόρτα για να βγει. Πόσο φοβήθηκε  ο  μικρός! Το καπίκι τού έπεσε την ίδια στιγμή και κύλησε πάνω στα σκαλοπάτια, γιατί δεν μπορούσε, βλέπετε, να κλείσει τα κόκκινα δάχτυλά του και να το σφίξει. Το έβαλε στα πόδια ο μικρός κι έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να ξέρει προς τα πού. Πάλι θέλει να κλάψει, αλλά φοβάται, και  τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τα χεράκια  του.  Τότε τον πιάνει μια  θλίψη, γιατί ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος και  τόσο  απαίσια.  Όμως, ξάφνου, Θεέ και κύριε!  Τι  είναι αυτό  πάλι;  Ένα  πλήθος  ανθρώπων στέκεται και κάτι κοιτάζει: σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, τρεις κούκλες, μικρές, με κόκκινα και πράσινα ρουχαλάκια, και εντελώς σαν ζωντανές! Ένα γεροντάκι κάθεται και σαν να παίζει ένα μεγάλο βιολί, δυο άλλοι στέκονται όρθιοι και παίζουν μικρότερα βιολιά, και κουνάνε τα  κεφάλια τους με ρυθμό, κι έπειτα κοιτάνε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιούνται, μιλάνε, πραγματικά μιλάνε, μόνο που λόγω του τζαμιού δεν ακούγονται. Στην αρχή ο μικρός σκέφτηκε ότι είναι  ζωντανοί, αλλά, μόλις κατάλαβε  ότι είναι κούκλες, έβαλε  τα γέλια. Δεν είχε δει ποτέ  τέτοιες  κούκλες και δεν ήξερε καν ότι υπάρχουν  τέτοιες! Του έρχεται να κλάψει, αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι κούκλες. Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από το ρομπάκι του: ένα  ψηλό κακιωμένο αγόρι στάθηκε δίπλα του, του έδωσε μια καρπαζιά, του πέταξε το κασκέτο και του  έχωσε  μια κλοτσιά.  Κυλίστηκε  ο  μικρός  στο  έδαφος,  κάποιοι  έβαλαν τις  φωνές, τα έχασε τότε, πετάχτηκε πάνω και όπου φύγει φύγει, μέχρι που έφτασε κάπου, άγνωστο πού, σε μια αυλή, μια  άγνωστη αυλή. Στάθηκε  να  πάρει ανάσα  πίσω από ένα  σωρό  ξύλων. «Εδώ δε θα με βρουν, είναι κατασκότεινα». 

Κάθισε μαζεμένος, χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το φόβο, και τότε  απρόσμενα,  εντελώς  απρόσμενα, ένιωσε  τόσο  ευχάριστα: τα χεράκια και τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονάνε κι αισθάνθηκε μια τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σαν να βρισκόταν δίπλα στη σόμπα. Να τος, τρεμουλιάζει  ολόκληρος,  αχ, μα ναι, μοιάζει να αποκοιμιέται!  Τι  ωραία να κοιμόταν εδώ: «Θα κάτσω λίγο και θα πάω να δω πάλι τις κούκλες», σκέφτηκε ο μικρός και χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στο μυαλό του, εντελώς σαν αληθινές!... Αλλά τότε άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει ένα νανούρισμα. «Μαμάκα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία κοιμάμαι εδώ πέρα!» 

«Πάμε  σπίτι  μου,  στο  χριστουγεννιάτικο  δέντρο,  αγοράκι»,  ψιθύρισε  από  πάνω  του μια σιγανή  φωνή. 

Σκέφτηκε ότι θα ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν. Ποιος είναι αυτός που τον καλεί, δεν τον  βλέπει, όμως ναι, κάποιος έσκυψε πάνω του και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι, και ο μικρός του έτεινε το  χέρι και... και τότε, ω, τι  φως!  Ω, τι  έλατο είναι αυτό!  Μα δεν  είναι καν  έλατο, τέτοια  δέντρα  δεν είχε  ξαναδεί ποτέ!  Πού βρίσκεται τώρα;  Όλα λάμπουν, όλα  ακτινοβολούν  και  γύρω τόσες κούκλες, αγοράκια και κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, όλο στριφογυρνάνε γύρω του, πετάνε, τον φιλάνε, τον πιάνουν από το χέρι, τον παίρνουν μαζί τους, ναι, τώρα πετάει κι ο ίδιος, και βλέπει τη  μητέρα του να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει τόσο χαρούμενη. 

«Μαμά! Μαμά! Αχ,  τι ωραία που είναι εδώ, μαμά!»  της φωνάζει ο μικρός και ξαναφιλιέται με τα  παιδάκια και θέλει να τους μιλήσει αμέσως για τις κούκλες εκείνες πίσω από το τζάμι. «Ποια είστε  εσείς, αγοράκια; Ποιες είστε εσείς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας και αγκαλιάζοντάς τα. 

«Αυτό  είναι  το Δέντρο του Χριστού», του  απαντάνε. «Στο  σπίτι του  Χριστού  πάντα  τη μέρα αυτή υπάρχει ένα δέντρο για τα μικρά παιδάκια που δεν έχουν δικά τους δέντρα...» 

Έμαθε τότε ότι τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδάκια σαν κι αυτόν, που κάποια ξεπάγιασαν  μέσα  στα  καλαθάκια  τους,  όταν τα εγκατέλειψαν στα σκαλιά των σπιτιών των αξιωματούχων της  Πετρούπολης,  άλλα  πέθαναν στο βρεφοκομείο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στο στεγνό στήθος της μητέρας τους (την εποχή του λοιμού της Σαμάρας), και κάποια άλλα έσκασαν σταβαγόνια της τρίτης θέσης από τις αναθυμιάσεις, κι όλα είναι τώρα εδώ, όλα είναι τώρα άγγελοι, κοντά στον Χριστό, κι Εκείνος, ανάμεσά τους, τους  απλώνει το  χέρι και τα ευλογεί, όπως και τις αμαρτωλές μητέρες  τους... Ναι, οι μητέρες των παιδιών στέκονται εδώ  δίπλα στην ακρούλα και κλαίνε. Όλες  αναγνωρίζουν το αγοράκι τους ή το κοριτσάκι τους, το πλησιάζουν και το φιλάνε, του σκουπίζουν τα δάκρυα με τα χέρια τους και του ζητάνε να μην κλαίει, γιατί εδώ είναι καλά τώρα... 

Κάτω, το πρωί, οι οδοκαθαριστές βρήκαν το μικρό πτωματάκι του ξεπαγιασμένου αγοριού πίσω από  τα ξύλα. Αναζήτησαν και τη μητέρα του... Εκείνη είχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στον  Κύριο και Θεό, στους ουρανούς. 

Γιατί έγραψα μια τέτοια ιστορία, που δεν ταιριάζει καθόλου σε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, και  μάλιστα  ημερολόγιο  συγγραφέα;  Είχα  υποσχεθεί  στους  εκδότες  μερικά  διηγήματα,  για  αληθινά  γεγονότα  κατά  προτίμηση! Όμως,  ακριβώς  αυτό  είναι  το  ζήτημα:  μου φαίνεται  πως  όλα  αυτά  θα  μπορούσαν να έχουν συμβεί στ' αλήθεια — δηλαδή αυτό που έγινε στο υπόγειο και πίσω από τα  ξύλα και εκεί,  δίπλα  στο  χριστουγεννιάτικο  δέντρο.  Δεν ξέρω πια πώς να το πω,  μπορεί να έχουν συμβεί μπορεί και όχι... Αλλά γι' αυτό είμαι μυθιστοριογράφος: για να επινοώ πράγματα.

03 December 2018

Περί καταλήψεων.



Οι καταλήψεις δημόσιων χώρων, κτηρίων, και φυσικά και σχολείων είναι 100% παράνομες πράξεις, δεν προβλέπονται από καμία διαδικασία και φυσικά δεν νομιμοποιούνται από καμία διαδικασία όσο «δημοκρατική» και αν φαίνεται.
Η απορία μου πάντα ήταν ότι από την στιγμή που οι καταλήψεις σχολείων είναι 100% παράνομες, για πιο λόγο ΔΕΝ καλεί η Διεύθυνση του εκάστοτε σχολείου την Αστυνομία;
Όπως μου εξήγησε φίλος μου στο facebook, πρώην Διευθυντής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, το θέμα στην Ελλάδα δεν είναι τόσο απλό...Δυστυχώς αν ένας Διευθυντής Σχολείου αποφασίσει να κάνει το...αυτονόητο θα πέσουν επάνω του οι πάντες να τον κατασπαράξουν, από συνδικαλιστές μέχρι κόμματα και από γονείς μέχρι τους πιο απίθανους ανθρώπους... Έτσι καταφεύγουν σε πιο "ήπια μέσα" συμβουλές, παρακαλετά..."επιστράτευση" των συλλόγων γονέων να πείσουν τα παιδιά τους κτλ...
Πάντως, επειδή επί 16 χρόνια έχω ζήσει σε αληθινά δημοκρατική χώρα (την Σουηδία) αν γινόταν κατάληψη σχολείου εκεί, θα ερχόταν η Αστυνομία (και θα έδιωχνε τους καταληψίες) σε χρόνο dt.
Υστερόγραφο 1: Το μεγαλύτερο κακό που έκανε η Χούντα στην χώρα μας, είναι ότι με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, νομιμοποίησε (για να μην πω, ηρωοποίησε) στο συλλογικό υποσυνείδητο τέτοιες πρακτικές.
Υστερόγραφο 2: Πλάκα έχει ότι ο κλάδος των Καθηγητών που το 2015 ψήφισε κατά 70% την παράταξη του "Να καεί, να καεί, το μπουρ...ο, η Βουλή", ανησυχεί τώρα για τα αμβλυμένα δημοκρατικά αντανακλαστικά των μαθητών...

02 December 2018

Ένας Αριθμός ( του Άντον Τσέχωφ).



Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία , τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
-Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα ΄χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου… Λοιπόν… Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα…
-Για σαράντα.
-Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες… Λοιπόν ,έχεις δύο μήνες εδώ…
-Δύο μήνες και πέντε μέρες…
-Δύο μήνες ακριβώς… Το ΄χω σημειώσει…. Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια.
Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές … δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές….
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
-Τρεις γιορτές… μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα… Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα… Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες…. Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό… Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν… Χμ! σαράντα ένα ρούβλια…. Σωστά;
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακόκκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
-Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του…
Βγάζουμε δύο ρούβλια… Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει…
Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του… Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια…. Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να ΄χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι΄αυτό σε πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια…
-Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα… μουρμούρισε η Ιουλία.
-Το΄χω σημειώσει!
-Καλά…
-Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα…
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
-Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε… Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.
-Μπά; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν ,δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρηματά σου, αγαπητή μου! Τρία… τρία, τρία… ένα και ένα… Πάρ΄τα…
Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
-Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
-Και γιατί με ευχαριστείς;
-Για τα χρήματα.
-Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
-Οι άλλοι δεν μου έδιναν τίποτα!…
-Δε σου ‘δίναν τίποτα . Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ ‘αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δεν δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;
Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.