07 March 2008

Η καλή υγεία συμβαδίζει με τα καλά εισοδήματα.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
Της Μαρίας Δεληθανάση,
Hμερομηνία δημοσίευσης: 22-10-06.

Η καλή υγεία συμβαδίζει με τα καλά εισοδήματα.
Η σωτήρια πρόληψη είναι προνόμιο των εχόντων αλλά και των μορφωμένων.

Οσο πιο υψηλό το εισόδημα και το μορφωτικό επίπεδο, τόσο καλύτερη είναι η υγεία. Η πρόληψη είναι προνόμιο των εχόντων. Το ίδιο και η φροντίδα των δοντιών. Οι φτωχοί διατηρούν τα πρωτεία στα φάρμακα. Είναι η «εύκολη» λύση για όποιον αδυνατεί να πληρώσει εξειδικευμένο γιατρό και καλού επιπέδου παροχή φροντίδας.
Οι άποροι και φτωχοί, όχι μόνο δεν κάνουν χρήση των προληπτικών υπηρεσιών Υγείας, αλλά καταφεύγουν στα νοσοκομεία όταν η κατάστασή τους είναι ήδη επιβαρυμένη. Γι’ αυτό παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά ημερών παραμονής σε νοσοκομεία και ποσοστά θανάτων εντός νοσοκομείων.
Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα δύο ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, που τιτλοφορούνται «Κοινωνικές ανισότητες στην Υγεία και τις υπηρεσίες Υγείας στην Ελλάδα» (Μ. Χρυσάκης, Κ. Σουλιώτης) και «Φτώχεια και αποστέρηση στην Υγεία» (Μ. Χρυσάκης, Ε. Φαγιαδάκη, Ο. Παπαλιού, Η. Σιάτης).
Ελλιπή χρήση των υπηρεσιών Υγείας κάνουν συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, που παράλληλα χαρακτηρίζονται από υψηλό κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού, όπως οι μετανάστες, οι ηλικιωμένοι με πρόβλημα μετακίνησης, τα άτομα με αναπηρία, οι χρόνια πάσχοντες. Στα άτομα που ανήκουν σ’ αυτές τις ομάδες η ασθένεια έχει σαρωτικές συνέπειες. Επιδρά αρνητικά στο εισόδημα και στην ικανότητα προς εργασία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αποστέρησης που συντηρεί και αναπαράγει τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Αύξηση 50% των δαπανών σε 17 χρόνια
Οπως σημειώνεται στην έρευνα των Μ. Χρυσάκη και Κ. Σουλιώτη, η μέση μηνιαία δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών για την αγορά υπηρεσιών Υγείας την τελευταία εικοσαετία αυξάνεται συνεχώς. Είναι χαρακτηριστικό ότι από 61,98 ευρώ το 1981–82 (σε σταθερές τιμές) έφθασε τα 94,58 ευρώ το 1998–99 (αύξηση 50%). Σήμερα, περίπου το 50% του συνόλου των δαπανών για την Υγεία είναι ιδιωτικές. Οπως διαπιστώνεται, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που δαπανούν οι Ελληνες για αγορά υπηρεσιών και αγαθών Υγείας αφορά ιδιωτικές δαπάνες για υπηρεσίες ιατρών κάθε ειδικότητας εκτός νοσοκομείου (68,97% επί της συνολικής μέσης κατά κεφαλήν ιδιωτικής δαπάνης για Υγεία).
Τη μερίδα του λέοντος απορροφούν οι ιδιωτικές δαπάνες για την οδοντιατρική περίθαλψη (38,65%) και ακολουθούν οι δαπάνες για υπηρεσίες άλλων ιατρών (23,73%). Σημαντικά είναι τα ποσά που δαπανώνται για αγορά φαρμάκων (18,66% της συνολικής μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης για αγορά υπηρεσιών και αγαθών Υγείας).
Με διαχωρισμένα τα νοικοκυριά σε οκτώ κλιμάκια καταναλωτικής δαπάνης, διαπιστώνεται ότι τα νοικοκυριά που κατατάσσονται στα δύο υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια εμφανίζουν ιδιωτικές δαπάνες για υπηρεσίες και αγαθά Υγείας σημαντικά μεγαλύτερες από τον κατά κεφαλήν μέσον όρο (134,85 – 318,73%). Αντιθέτως, οι κατά κεφαλήν ιδιωτικές δαπάνες για την Υγεία, στα νοικοκυριά των χαμηλοτέρων και μεσαίων εισοδημάτων κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα: για τα τρία πρώτα κλιμάκια καταναλωτικής δαπάνης κυμαίνονται από 37,53% έως 87,79%.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαφοροποιήσεις των δαπανών Υγείας ανά εισοδηματικό κλιμάκιο, ανάλογα με το είδος των αγορών υπηρεσιών και αγαθών Υγείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υψηλότερη εισοδηματική κλίμακα δαπανά 171 φορές περισσότερα χρήματα για οδοντιατρικές υπηρεσίες συγκριτικά με τη χαμηλότερη. (Οι φτωχότεροι δαπανούν για οδοντιατρικές υπηρεσίες 2,51% της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης και οι ευπορότεροι το 430,43%.) Για ιδιωτική νοσοκομειακή περίθαλψη, οι πλουσιότεροι δαπανούν 75 φορές περισσότερα χρήματα από τους πένητες. (Οι φτωχότεροι δαπανούν 5,74% και οι πλουσιότεροι 429,41% της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης.) Στις δαπάνες για φάρμακα, οι πλούσιοι δαπανούν όσα περίπου και οι φτωχοί (125,62% της μέσης καταναλωτικής δαπάνης οι φτωχότεροι και 153,61% οι πλουσιότεροι).
Η «εύκολη λύση» του φαρμακείου
Τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος εμφανίζονται να πληρώνουν κατά κεφαλήν μεγαλύτερα ποσά απ’ ό,τι τα νοικοκυριά μεσαίων εισοδημάτων (125,62% τα φτωχά νοικοκυριά και 84,54% τα μεσαία) για φάρμακα. Οπως σχολιάζουν οι κ. Χρυσάκης και Σουλιώτης, «η κατάσταση σχετίζεται έως ένα βαθμό με την ελλιπή ασφαλιστική κάλυψη των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, που αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα προβλήματα αποκλεισμού από τις υπηρεσίες του κοινωνικού κράτους. Από την άλλη πλευρά, η περιορισμένη δυνατότητα που έχουν τα εν λόγω νοικοκυριά να προσφύγουν στις δημόσιες και κυρίως ιδιωτικές υπηρεσίες περίθαλψης έχουν ως αποτέλεσμα να οδηγούνται στην “εύκολη” λύση του φαρμακείου, όπου χωρίς επιπλέον κόστος μπορούν να προμηθεύονται το μεγαλύτερο μέρος των φαρμάκων που έχουν ανάγκη».
Η νοσηρότητα πλήττει τα αδύνατα στρώματα
Οσο πιο καλή είναι η εισοδηματική κατάσταση των ατόμων, τόσο πιο καλό εμφανίζεται το αυτο–αξιολογούμενο επίπεδο υγείας. Οπως σημειώνεται από τους ερευνητές του ΕΚΚΕ Μ. Χρυσάκη, Ε. Φαγαδάκη, Ο. Παπαλιού και Η. Σιάτη, οι φτωχοί αξιολογούν ως κακό ή πολύ κακό το επίπεδο υγείας τους σε ποσοστό σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με τους μη φτωχούς (15% και 8% αντίστοιχα). Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα του τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, μόλις το 2% των ατόμων με εισόδημα άνω των 1.500 ευρώ θεωρούν κακό ή πολύ κακό το επίπεδο της υγείας τους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα άτομα με μηνιαίο εισόδημα κάτω από 440 ευρώ είναι πολλαπλάσιο και ανέρχεται σε 13,7%. Τα άτομα με μηνιαίο εισόδημα άνω των 1.500 ευρώ αξιολογούν σε ποσοστό 85% το επίπεδο της υγείας τους ως «πολύ καλό ή καλό». Το αντίστοιχο ποσοστό για άτομα με μηνιαίο εισόδημα κάτω από 440 ευρώ φθάνει μόλις το 43,3%.
Δυνατότητα πρόσβασης
Τα άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο δηλώνουν σε μεγαλύτερα ποσοστά πολύ κακή και κακή υγεία. Αυτό συμβαίνει, διότι τα άτομα με υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης έχουν καλύτερη πληροφόρηση και κατ’ επέκταση καλύτερη πρόσβαση στις υπηρεσίες Υγείας. Επίσης, υιοθετούν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, διότι έχουν μεγαλύτερη συναίσθηση των κινδύνων.
Το χαμηλό εισόδημα συνεπάγεται μικρότερη πρόσβαση σε προληπτικές (συμβουλευτικές) και θεραπευτικές (συνταγογράφηση φαρμάκων και νοσοκομειακή περίθαλψη) υπηρεσίες Υγείας υψηλού επιπέδου. Συνάμα, το χαμηλό εισόδημα συνεπάγεται μικρότερη πρόσβαση σε πρωτοβάθμιες οδοντιατρικές και ειδικές ιατρικές φροντίδες σε σχέση με τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Τα άτομα ανωτέρων εισοδηματικών κλιμακίων προσφεύγουν συχνότερα σε γιατρούς ειδικοτήτων σε σχέση με τους φτωχούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι τρεις στους τέσσερις φτωχούς δεν επισκέπτονται οδοντίατρο για οικονομικούς λόγους. Αντιθέτως, μεταξύ των μη φτωχών, άλλοι κύριοι λόγοι μη επίσκεψης στον οδοντίατρο είναι η έλλειψη χρόνου και ο φόβος.
Αξιοσημείωση διαφορά εμφανίζεται στην αδυναμία επίσκεψης των φτωχών σε ειδικό γιατρό εξαιτίας δυσκολίας πρόσβασης. Αυτό αποδίδεται κυρίως στην υπερσυγκέντρωση των ειδικών γιατρών στα μεγάλα αστικά κέντρα. Σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, τα ποσοστά γιατρών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη είναι πολύ υψηλότερα από τις υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας (61,9 ειδικοί γιατροί/10.000 κατοίκους στην Αθήνα και 58,6 στη Θεσσαλονίκη, έναντι 39,3 για το σύνολο της χώρας).
Παράλληλα, σύμφωνα με την έρευνα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, διαπιστώνεται ότι τα άτομα με μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα μικρότερο των 440 ευρώ εμφανίζουν συχνότητα εισαγωγής σε νοσοκομείο τουλάχιστον μία φορά τον τελευταίο μήνα σε ποσοστό 9,4%. Αντιθέτως, όσο αυξάνεται το εισόδημα τόσο μειώνεται η συχνότητα εισαγωγής σε νοσοκομείο και σταθεροποιείται στο 4%, περίπου, για εισοδήματα άνω των 880 ευρώ μηνιαίως.
Κατά συνέπεια, το χαμηλό εισόδημα σχετίζεται άμεσα με χαμηλά επίπεδα υγείας και περιορισμένες δυνατότητες χρήσης υπηρεσιών Υγείας που συνεπάγονται αυξημένο κόστος για τον χρήστη. Αντιθέτως, η χρήση των δημοσίων υπηρεσιών Υγείας και των υποκαταστάτων τους (π.χ. φαρμακεία) δεν φαίνεται να προσδιορίζεται άμεσα από το ύψος του εισοδήματος των ατόμων αλλά από την κατάσταση της υγείας τους.
Αυξημένοι οι θάνατοι απόρων ασθενών στα νοσοκομεία
Η κατάσταση υγείας των απόρων (ανασφάλιστοι άποροι) εμφανίζεται ιδιαιτέρως επιβαρυμένη. Η μέση διάρκεια νοσηλείας των απόρων είναι 61 ημέρες, δηλαδή 4,6 φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι ο αντίστοιχος μέσος όρος για το σύνολο των νοσηλευθέντων στα ελληνικά νοσοκομεία. Οπως σημειώνεται από τους Μ. Χρυσάκη και Κ. Σουλιώτη, «η μακρά διάρκεια νοσηλείας υποδηλώνει, πέραν των άλλων, τη βαρύτητα της νόσου και άρα στην περίπτωση των απόρων δείχνει ότι υφίσταται σημαντική διαφοροποίηση του νοσολογικού φάσματος». Συνήθεις νόσοι των απόρων είναι οι ψυχικές διαταραχές, οι λοιμώξεις, τα αναπνευστικά και τα νοσήματα της περιγεννητικής περιόδου. Οσον αφορά τις ηλικίες των νοσηλευθέντων, υπάρχει σημαντική υπεροχή των οικονομικά αδύνατων ασθενών στην ηλικία των 0–5 ετών. Το 4,2% του συνόλου των νοσηλευθέντων παιδιών είναι άπορα με σχεδόν ανύπαρκτη ασφαλιστική κάλυψη. Οσον αφορά την παραμονή των νοσηλευθέντων στα νοσοκομεία διαπιστώνεται πως το 8,7% των ασθενών που νοσηλεύονται στα νοσοκομεία για περισσότερες από 61 ημέρες είναι άποροι. Η διερεύνηση του Δείκτη Εκβασης Νοσηλείας δείχνει ότι ένα σχετικά σημαντικό ποσοστό απόρων ασθενών πεθαίνει στα νοσοκομεία είτε λόγω της βαρύτητας της νόσου είτε λόγω έλλειψης φροντίδας από το κοινωνικό και συγγενικό περιβάλλον.


http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100032_22/10/2006_202235

No comments: