Άρθρο από το Καβαλιώτικο περιοδικό ΥΠΟΣΤΕΓΟ, Τεύχος 6, Καλοκαίρι 1992,
του εκ Χρυσουπόλεως φιλολόγου Ιορδάνη Φ. Βλαχόπουλου:
Όταν ήμουν μικρός και με ρωτούσαν από πού είμαι, απαντούσα, φυσικά, « από τη Χρυσούπολη». Τότε λοιπόν, σχεδόν πάντα, συνέβαινε το εξής ενοχλητικό: Πρώτα την μπέρδευαν με την Ελευθερούπολη και με διόρθωναν – « Δηλαδή από το Πράβι» -, όταν επιτέλους καταλάβαιναν, αναφωνούσαν « Αμ πες απ΄ το Σαρίσαμπαν, βρε παιδάκι μου!». Μ΄αυτό το όνομα ήταν γνωστός ο τόπος μου και αυτό με πείραζε πολύ, μ΄έκανε να ντρέπομαι. Δεν ήθελα να κατάγομαι από ένα μέρος με Τούρκικο όνομα, και μάλιστα τόσο κακόηχο. Με πλήγωνε βαθύτατα, ίσως γιατί ήμουν προσφυγόπουλο, και σαν όλους τους πρόσφυγες, είχαμε και εμείς περί πολλού την Ελληνικότητά μας. Άλλωστε οι πρόγονοί μου έρχονταν από την Πάνορμο, απ΄τον Σκοπό, απ΄τις Σαράντα Εκκλησιές, πόλεις πανάρχαιες Ελληνικές, με ονόματα γνησιότατα Ελληνικά, κι ας βρίσκονταν μες στην Τουρκιά.
Υποθέτω ότι στις μέρες μας κανείς απ΄τους νεότερους δεν θα μπερδεύει πλέον ποιά είναι η Χρυσούπολη κι οι ελάχιστοι θα είναι εκείνοι που θα μνημονεύουν το Τουρκικό της όνομα, κι αυτοί περισσότερο για αστείο παρά σαν σοβαρή αναφορά σ΄αυτήν. Κι όμως κάποτε αυτό ήταν το μοναδικό της όνομα κι αυτό αναφέρεται φαρδύ – πλατύ στον κώδικα του Ναού του Αγίου Δημητρίου – εξελληνισμένο κατά το δυνατόν: « Εν Σαρισαβανίω τη 28η Απριλίου 1891», τότε που ο Μητροπολίτης Ξάνθης Διονύσιος «Προσκληθέντες παρά του εσναφίου των ενταύθα παρεπιδημούντων φιλοχρίστων χριστιανών» εγκαινίασε τον Ιερό Ναό του πολιούχου της «εν ευλαβεία και συρροή πλήθους χριστιανών». Πάντως εγώ τώρα όποτε χρησιμοποιώ αυτό το όνομα, όχι μόνο δεν ενοχλούμαι, παρά νιώθω και βαθειά νοσταλγία: Είναι για μένα άρρηκτα δεμένο μ’ εκείνο το λασποχώρι τον παιδικών και εφηβικών χρόνων μου, που καμωνόταν την πόλη και που χρωμάτισε ανεξίτηλα τη ζωή μου.
Όμως και τότε, παρά την ντροπή μου για το φοβερό « Σαρίσαμπάν», ένιωθα παράλληλα και μια περιέργεια: Τι θα πει αυτό το όνομα; Και τι μπορεί να ήταν αυτός ο τόπος παλιότερα, πριν να έρθουν οι δικοί μας, πριν να γεννηθούμε εμείς; Πόσο παλιός είναι; Στις απορίες μου συνέβαλλαν και λίγα λείψανα παλαιοτέρων εποχών, που είχαν ξεμείνει: Ένα τζαμί – που τότε ήταν εργοστάσιο αναψυκτικών -, κάποια χάνια, ένα μισοθαμμένο λιθόστρωτο, μερικά τοπωνύμια.
Κι έτσι, όταν μεγάλωσα (και μια που ήμουν και φιλόλογος), ξεκίνησα να ικανοποιήσω εκείνες τις παιδικές μου απορίες ψάχνοντας για την ιστορία αυτού του τόπου. Η πρώτη λοιπόν, - και δυστυχώς σταθερή έκτοτε – εντύπωση που απεκόμισα από τις επίμονες και κοπιαστικές έρευνές μου ήταν πως ο μελλοντικός ιστορικός της Χρυσουπόλεως θα έχει να παλέψει με ένα φοβερό αντίπαλο: Την ασημότητά της. Όχι μόνο το Σαρίσαμπάν αλλά και ολόκληρη η επαρχία του, υπήρξαν τόσο ασήμαντα, που κανείς σχεδόν δεν ασχολήθηκε μαζί τους! Ελάχιστες αναφορές κατόρθωσα να βρω και πολύ φτωχά στοιχεία. Από τα πενιχρότατα αυτά ευρήματα θα σας παρουσιάσω εδώ μερικά.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ‘‘ΣΑΡΙΣΑΜΠΑΝ’’
Φυσικά το πρώτο θέμα που με απασχόλησε ήταν το Τουρκικό όνομα. Ανάμεσα στους Χρυσουπολίτες επικρατούσαν ανέκαθεν δύο απόψεις: Ότι Σαρί-Σαμπάν σημαίνει « χρυσούν άροτρον » η δε ονομασία αυτή οφειλόταν στην ευφορία του κάμπου και στις πλούσιες σοδειές του. Ή ότι το «Σαρί» ( που σημαίνει «κίτρινο» ) αναφερόταν στους κιτρινιάρηδες κατοίκους του, τους οποίους θέριζε πάντοτε η ενδημική ελονοσία.
Απ’ τις δικές μου έρευνες, με τα λίγα τούρκικα που κατάφερα στο μεταξύ να μάθω, και με την ευγενική βοήθεια των επιστημόνων του Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας, κατέληξα στα εξής δεδομένα:
· 1. Η ορθή τουρκική ονομασία είναι Sari Saban, όπου το Saban προφέρεται με παχύ σίγμα, σαν το γαλλικό ch και το αγγλικό sh.
· 2. Sari σημαίνει κίτρινο και δεν χρησιμοποιείται ποτέ με τη σημασία του χρυσού ( χρυσός = altin ).
· 3. Saban ( με ψιλό σ) σημαίνει, πράγματι, άροτρο. Saban ( με sh ) είναι το όνομα του όγδοου μήνα του μουσουλμανικού έτους, αλλά επίσης και πολύ συνηθισμένο ανδρικό όνομα.
Από τα στοιχεία αυτά μπορούμε, νομίζω, με βεβαιότητα να καταλήξουμε σε ένα πρώτο συμπέρασμα: Σαρί Σαμπάν σημαίνει «ο κίτρινος Σαμπάν». Όμως γιατί «κίτρινος» ο Σαμπάν και γιατί το όνομά του δόθηκε στην πόλη;
Κατ’αρχήν μια απλή παρατήρηση στο Ελληνικό ονοματολόγιο μας δείχνει ότι το πρόθεμα «Σαρι-» ( ή «Σαρη-») είναι πολύ συνηθισμένο (και αποτελεί, βέβαια, επίδραση της τουρκικής). Σημειώνω πρόχειρα από τον τηλεφωνικό κατάλογο: Σαρίδης, Σαρόγλου, Σαρισάββας, Σαρηγιάννης, Σαρηγιώργης, Σαρηκώστας κ.λ.π. Το ίδιο ισχύει και για τα τουρκικά ονόματα, είναι δε παρατσούκλι και σημαίνει «κιτρινιάρης» αναφερόμενο είτε σε φυσική αδυναμία είτε σε αρρώστεια αυτού που φέρει το όνομα. Μια δεύτερη παρατήρηση στα Τουρκικά τοπωνύμια των πεδινών ιδίως περιοχών, μας αποκαλύπτει ότι πολλά απ’αυτά είναι στην πραγματικότητα κύρια ονόματα: Καρα Μπέη (Νέα Καρυά) και Ρεσίτ Μπέη (Μοναστηράκι) στον δικό μας κάμπο, Δελή Χασάν και Σαλί Αγά στις Σέρρες, Ασάρ Μπέη στα Γιαννιτσά. Σαρί Ομέρ (κι άλλος κιτρινιάρης!) στη Θεσσαλονίκη και πλήθος άλλα. Πρόκειται, βέβαια για τα ονόματα των παλιών ιδιοκτητών της περιοχής, των τούρκων τσιφλικάδων, τα οποία καθιερώθηκαν και σαν τοπωνύμια.
Μετά απ’ όλα αυτά μπορούμε, νομίζω, να λύσουμε το μυστήριο του ονόματος που μας απασχολεί: Σίγουρα κάποτε η σημερινή Χρυσούπολη αποτελούσε τσιφλίκι κάποιου Σαμπάν ο οποίος ήταν κιτρινιάρης. Και πώς να μην ήταν, ο άνθρωπος με την ελονοσία που έδερνε την περιοχή…
Συμπληρωματικά και χωρίς να επεκτείνομαι κάνοντας κατάχρηση του χώρου του περιοδικού που ευγενικά με φιλοξενεί, αναφέρω ότι αυτός ο μαραμένος από τις θέρμες κύριος Σαμπάν πρέπει να έζησε αρκετά νωρίτερα από το 1666 – 7, αφού τότε ήδη υπάρχει και ευημερεί το χωριό Σαρί – Σαμπάν.
ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟ ΣΑΡΙΣΑΜΠΑΝ
Την αφορμή να ερευνήσω το δεύτερο θέμα μου την έδωσε ένα μικρό φυλλάδιο της γνωστής Χρυσουπολίτισας φιλολόγου κας Βούλας Ξανθοπούλου – Αργυρίου. Η καλή αυτή επιστήμων (από τους πρώτους που έβγαλε η πόλη μας, όταν ακόμη ήταν χωριουδάκι!) που μόρφωσε γενεές Χρυσουπολιτών, είναι και η πρώτη που ερεύνησε την ιστορία αυτού του τόπου. Στη σύντομη έκδοσή της, λοιπόν, αναφέρει μια προφορική πληροφορία που είχε για κάποιο Εσκί (= παλιό) Σαρίσαμπάν. Έτσι όμως υπονοείται ότι κάποτε το Σαρίσαμπάν βρισκόταν κάπου άλλού και κάποια στιγμή για κάποιο λόγο μεταφέρθηκε.
Όσα ακολουθούν αποτελούν μια υπόθεση, στηριγμένη σε λογικά συμπεράσματα μάλλον, παρά σε αποδείξεις. Είναι όμως γοητευτική και αξίζει να την δοκιμάσουμε.
Κατ’αρχήν όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα πουθενά γραπτή μαρτυρία για «Εσκί Σαρί-σαμπάν». Μελετώντας όμως έναν παλιό χάρτη, που διατηρούσε ακόμη τα τουρκικά τοπωνύμια, εντόπισα στα βορειανατολικά του σημερινού χωριού Αγίασμα το τοπωνύμιο «Παζάρ Γερί», που σημαίνει «τόπος του παζαριού». Ο χώρος ταίριαζε με την πληροφορία της κας Ξανθοπούλου ότι οι Βούλγαροι αναζητούσαν το «Εσκί Σαρίσαμπάν» κάπου εκεί. Οι σκέψεις που έκανα, λοιπόν, είναι οι εξής:
Αν μελετήσει κανείς λίγο την ιστορική γεωγραφία της περιοχής, γίνεται προφανές ότι το Σαρίσαμπάν πρέπει να ξεκίνησε την ιστορία του σαν οδικός σταθμός και περιφερειακή αγορά. Σ’ αυτό συνηγορεί η θέση του: Βρίσκεται στο μέσον σχεδόν της αποστάσεως Καβάλας και Ξάνθης και στο σύνορο περίπου της ορεινής με την πεδινή ζώνη της επαρχίας. Δίπλα του, στη θέση περίπου του σημερινού δρόμου Καβάλας – Ξάνθης, περνούσε η πανάρχαια Εγνατία οδός. Τα 30 χιλιόμετρα της αποστάσεώς του και από τις δύο πόλεις αντιστοιχούν σε έξι ώρες πεζοπορίας, οι οποίες γίνονται πάνω από 7, αν υπολογίσει κανείς και τις αναγκαίες στάσεις. Επομένως ο χώρος του Σαρίσαμπάν συγκεντρώνει τα απαραίτητα προσόντα για σταθμό και κατάλυμα των ταξιδιωτών μετά από το ταξίδι μιας μέρας. Και φυσικά ένας τέτοιος τόπος είναι κατάλληλος και για το παζάρι όλης της περιοχής.
Βέβαια στην αρχαιότητα η Εγνατία οδός περνούσε τον Νέστο στα Β.Α. της Χρυσουπόλεως, από την ρωμαΐκή λίθινη γέφυρα που βρισκόταν περίπου στη θέση της σημερινής, κοντά στο χωριό Τοξότες. Επίσης τότε διέθετε στην περιοχή έναν οργανωμένο οδικό σταθμό, την Mutatio Purdis ή Pyrdis, της οποίας τα ερείπια σώζονται ακόμη κοντά στη σημερινή Πετροπηγή. Όμως μελετώντας τους ξένους περιηγητές διαπιστώνει κανείς ότι, τουλάχιστον από τον 17ο αι., το πέρασμα του Νέστου γίνεται πολύ νοτιότερα από την αρχαία γέφυρα, και μάλιστα αλλάζει θέση κάθε τόσο, ανάλογα με τις πλημμύρες και τις μετακινήσεις του τότε ατίθασου ποταμού, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα και τη μετατόπιση της οδικής αρτηρίας. Οι αλλαγές αυτές έφερναν, φυσικά σοβαρές αναστατώσεις και ανακατατάξεις στην οικονομία της περιοχής, οι οποίες ήταν ικανές να αναδείξουν ή να καταβαραθρώσουν οικισμούς που εξαρτούσαν την ύπαρξή τους απ’ τα αγαθά του μεγάλου δρόμου. Πράγματι, σύμφωνα με τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, αυτό έπαθε και το Σαρίσαμπάν τον 17ο αι., όταν ο δρόμος μετακινήθηκε βορειότερα λόγω κάποιας νέας ξύλινης γέφυρας που στήθηκε στον ποταμό, πιθανόν στο ύψος του σημερινού Ξεριά. Φαίνεται, λοιπόν, πώς στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, μέσα στη γενική αδιαφορία, η ρωμαΐκή γέφυρα κατέρρευσε και η mutatio Purdis εγκαταλείφθηκε.
Πάνω στη νέα πορεία του δρόμου ήταν φυσικό να δημιουργηθούν νέοι οικισμοί, που θα εκμεταλλεύονταν τα οικονομικά του πλεονεκτήματα. Ένας τέτοιος λαμπρός οικισμός ήταν σίγουρα η Yenice (= νέος τόπος. Σήμερα Γενισέα), η οποία αποτελεί ουσιαστικά οικονομική μετακίνηση της Ξάνθης (τουρκικά Eskice = παλιός τόπος) νοτιότερα, πάνω στο νέο δρόμο, και η οποία γνώρισε μεγάλη οικονομική ακμή.
Αλλά η Γενισέα βρίσκεται σχεδόν απέναντι από τη Χρυσούπολη, στη άλλη όχθη του Νέστου. Δεν θα ήταν παράλογο, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι ένας μικρότερος οικισμός ιδρύθηκε και στα δυτικά του ποταμού και αποτελούσε το οικονομικό κέντρο της περιοχής (Pazar Yeri), αλλά ταυτόχρονα και οδικό σταθμό εναλλακτικό της Γενισέας, για τις περιπτώσεις που η κόπωση του ταξιδιού ή η περασμένη ώρα ή κάποια πλημμύρα δεν επέτρεπε τη διάβαση του ποταμού. Αν είναι έτσι, τότε φυσικά, όταν μετατοπίστηκε ο δρόμος, μετακινήθηκε και ο σταθμός Pazar Yeri, η δε νέα θέση του συνέβη να είναι το τσιφλίκι του Sari Saban.
Αν ευσταθούν αυτοί οι συλλογισμοί, τότε μπορούμε να ταυτίσουμε το Eski Sari Saban με το Pazar Yeri. Πάντως η Χρυσούπολη σίγουρα υπήρξε κάποτε οδικός σταθμός. Το μαρτυρούν τα πολυάριθμα χάνια, που κάποτε αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά τον σημερινό ιστορικό της πυρήνα, αλλά και το άλλο όνομα που κάποτε είχε: Hanlar, δηλαδή Χάνια. Το μαρτυρούν επίσης οι παλαιότερες και σχεδόν αποκλειστικές οικονομικές επιχειρήσεις των κατοίκων της: χάνια, φούρνοι, παντοπωλεία, καροποιεία. Ό,τι χρειάζεται, δηλαδή, για την εξυπηρέτηση ταξιδιωτών.
Τέλος, σχετικά με τη λειτουργία της ως οικονομικού κέντρου της περιοχής, οι παλιότεροι θα θυμούνται ακόμη το εβδομαδιαίο παζάρι της, που δεν ήταν μια αστική «λαΐκή αγορά», όπως σήμερα αλλά διατηρούσε όλα τα γνωρίσματα της κύριας οικονομικής εκδήλωσης όλης της περιοχής, κατά την οποία οι χωρικοί πουλούσαν από τα κάρα τους τα αγροτικά τους προΐόντα στην πλατεία της Σιταγοράς (Ekin Pazar = αγορά της σοδειάς), διαπραγματεύονταν τα ζώα τους στην Ζωαγορά (Hayvan Pazar) και αγόραζαν τις προμήθειές τους για την εβδομάδα ή τον μήνα που ακολουθούσε.
Δυο λόγια πριν κλείσω τη σύντομη αυτή παρουσίαση: Λίγα ακόμη στοιχεία διαθέτω εγώ, τα οποία είναι ανεπαρκή για τη σύνταξη μιας πραγματικής ιστορίας της Χρυσουπόλεως. Είμαι σίγουρος όμως ότι πολλά θα μπορούσαν να βρεθούν στο αρχείο της Μητροπόλεως και της Μουφτείας Ξάνθης και, φυσικά, στα Τουρκικά Αρχεία. Η άγνοια της Τουρκικής, η έλλειψη χρόνου και τα βαριά προβλήματα της οικογένειάς μου δεν μου επιτρέπουν να συνεχίσω. Προτείνω στον Δήμο Χρυσουπόλεως να προκηρύξει επισήμως την συγγραφή της Ιστορίας της προσφέροντας απλόχερα όλα τα αναγκαία μέσα. Και προτρέπω τους νεότερους Χρυσουπολίτες, που διαπρέπουν σε όλες τις επιστήμες πλέον, να αναλάβουν το έργο αυτό, πριν χαθούν τα στοιχεία και πριν φύγουν από τη ζωή και οι ελάχιστοι εναπομένοντες παλιοί κάτοικοι, που αποτελούν τη ζωντανή μνήμη. Το υλικό μου είναι στη διάθεση του κάθε ερευνητή.
Θεσσαλονίκη, 14 Νοεμβρίου 1990.
του εκ Χρυσουπόλεως φιλολόγου Ιορδάνη Φ. Βλαχόπουλου:
Όταν ήμουν μικρός και με ρωτούσαν από πού είμαι, απαντούσα, φυσικά, « από τη Χρυσούπολη». Τότε λοιπόν, σχεδόν πάντα, συνέβαινε το εξής ενοχλητικό: Πρώτα την μπέρδευαν με την Ελευθερούπολη και με διόρθωναν – « Δηλαδή από το Πράβι» -, όταν επιτέλους καταλάβαιναν, αναφωνούσαν « Αμ πες απ΄ το Σαρίσαμπαν, βρε παιδάκι μου!». Μ΄αυτό το όνομα ήταν γνωστός ο τόπος μου και αυτό με πείραζε πολύ, μ΄έκανε να ντρέπομαι. Δεν ήθελα να κατάγομαι από ένα μέρος με Τούρκικο όνομα, και μάλιστα τόσο κακόηχο. Με πλήγωνε βαθύτατα, ίσως γιατί ήμουν προσφυγόπουλο, και σαν όλους τους πρόσφυγες, είχαμε και εμείς περί πολλού την Ελληνικότητά μας. Άλλωστε οι πρόγονοί μου έρχονταν από την Πάνορμο, απ΄τον Σκοπό, απ΄τις Σαράντα Εκκλησιές, πόλεις πανάρχαιες Ελληνικές, με ονόματα γνησιότατα Ελληνικά, κι ας βρίσκονταν μες στην Τουρκιά.
Υποθέτω ότι στις μέρες μας κανείς απ΄τους νεότερους δεν θα μπερδεύει πλέον ποιά είναι η Χρυσούπολη κι οι ελάχιστοι θα είναι εκείνοι που θα μνημονεύουν το Τουρκικό της όνομα, κι αυτοί περισσότερο για αστείο παρά σαν σοβαρή αναφορά σ΄αυτήν. Κι όμως κάποτε αυτό ήταν το μοναδικό της όνομα κι αυτό αναφέρεται φαρδύ – πλατύ στον κώδικα του Ναού του Αγίου Δημητρίου – εξελληνισμένο κατά το δυνατόν: « Εν Σαρισαβανίω τη 28η Απριλίου 1891», τότε που ο Μητροπολίτης Ξάνθης Διονύσιος «Προσκληθέντες παρά του εσναφίου των ενταύθα παρεπιδημούντων φιλοχρίστων χριστιανών» εγκαινίασε τον Ιερό Ναό του πολιούχου της «εν ευλαβεία και συρροή πλήθους χριστιανών». Πάντως εγώ τώρα όποτε χρησιμοποιώ αυτό το όνομα, όχι μόνο δεν ενοχλούμαι, παρά νιώθω και βαθειά νοσταλγία: Είναι για μένα άρρηκτα δεμένο μ’ εκείνο το λασποχώρι τον παιδικών και εφηβικών χρόνων μου, που καμωνόταν την πόλη και που χρωμάτισε ανεξίτηλα τη ζωή μου.
Όμως και τότε, παρά την ντροπή μου για το φοβερό « Σαρίσαμπάν», ένιωθα παράλληλα και μια περιέργεια: Τι θα πει αυτό το όνομα; Και τι μπορεί να ήταν αυτός ο τόπος παλιότερα, πριν να έρθουν οι δικοί μας, πριν να γεννηθούμε εμείς; Πόσο παλιός είναι; Στις απορίες μου συνέβαλλαν και λίγα λείψανα παλαιοτέρων εποχών, που είχαν ξεμείνει: Ένα τζαμί – που τότε ήταν εργοστάσιο αναψυκτικών -, κάποια χάνια, ένα μισοθαμμένο λιθόστρωτο, μερικά τοπωνύμια.
Κι έτσι, όταν μεγάλωσα (και μια που ήμουν και φιλόλογος), ξεκίνησα να ικανοποιήσω εκείνες τις παιδικές μου απορίες ψάχνοντας για την ιστορία αυτού του τόπου. Η πρώτη λοιπόν, - και δυστυχώς σταθερή έκτοτε – εντύπωση που απεκόμισα από τις επίμονες και κοπιαστικές έρευνές μου ήταν πως ο μελλοντικός ιστορικός της Χρυσουπόλεως θα έχει να παλέψει με ένα φοβερό αντίπαλο: Την ασημότητά της. Όχι μόνο το Σαρίσαμπάν αλλά και ολόκληρη η επαρχία του, υπήρξαν τόσο ασήμαντα, που κανείς σχεδόν δεν ασχολήθηκε μαζί τους! Ελάχιστες αναφορές κατόρθωσα να βρω και πολύ φτωχά στοιχεία. Από τα πενιχρότατα αυτά ευρήματα θα σας παρουσιάσω εδώ μερικά.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ‘‘ΣΑΡΙΣΑΜΠΑΝ’’
Φυσικά το πρώτο θέμα που με απασχόλησε ήταν το Τουρκικό όνομα. Ανάμεσα στους Χρυσουπολίτες επικρατούσαν ανέκαθεν δύο απόψεις: Ότι Σαρί-Σαμπάν σημαίνει « χρυσούν άροτρον » η δε ονομασία αυτή οφειλόταν στην ευφορία του κάμπου και στις πλούσιες σοδειές του. Ή ότι το «Σαρί» ( που σημαίνει «κίτρινο» ) αναφερόταν στους κιτρινιάρηδες κατοίκους του, τους οποίους θέριζε πάντοτε η ενδημική ελονοσία.
Απ’ τις δικές μου έρευνες, με τα λίγα τούρκικα που κατάφερα στο μεταξύ να μάθω, και με την ευγενική βοήθεια των επιστημόνων του Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας, κατέληξα στα εξής δεδομένα:
· 1. Η ορθή τουρκική ονομασία είναι Sari Saban, όπου το Saban προφέρεται με παχύ σίγμα, σαν το γαλλικό ch και το αγγλικό sh.
· 2. Sari σημαίνει κίτρινο και δεν χρησιμοποιείται ποτέ με τη σημασία του χρυσού ( χρυσός = altin ).
· 3. Saban ( με ψιλό σ) σημαίνει, πράγματι, άροτρο. Saban ( με sh ) είναι το όνομα του όγδοου μήνα του μουσουλμανικού έτους, αλλά επίσης και πολύ συνηθισμένο ανδρικό όνομα.
Από τα στοιχεία αυτά μπορούμε, νομίζω, με βεβαιότητα να καταλήξουμε σε ένα πρώτο συμπέρασμα: Σαρί Σαμπάν σημαίνει «ο κίτρινος Σαμπάν». Όμως γιατί «κίτρινος» ο Σαμπάν και γιατί το όνομά του δόθηκε στην πόλη;
Κατ’αρχήν μια απλή παρατήρηση στο Ελληνικό ονοματολόγιο μας δείχνει ότι το πρόθεμα «Σαρι-» ( ή «Σαρη-») είναι πολύ συνηθισμένο (και αποτελεί, βέβαια, επίδραση της τουρκικής). Σημειώνω πρόχειρα από τον τηλεφωνικό κατάλογο: Σαρίδης, Σαρόγλου, Σαρισάββας, Σαρηγιάννης, Σαρηγιώργης, Σαρηκώστας κ.λ.π. Το ίδιο ισχύει και για τα τουρκικά ονόματα, είναι δε παρατσούκλι και σημαίνει «κιτρινιάρης» αναφερόμενο είτε σε φυσική αδυναμία είτε σε αρρώστεια αυτού που φέρει το όνομα. Μια δεύτερη παρατήρηση στα Τουρκικά τοπωνύμια των πεδινών ιδίως περιοχών, μας αποκαλύπτει ότι πολλά απ’αυτά είναι στην πραγματικότητα κύρια ονόματα: Καρα Μπέη (Νέα Καρυά) και Ρεσίτ Μπέη (Μοναστηράκι) στον δικό μας κάμπο, Δελή Χασάν και Σαλί Αγά στις Σέρρες, Ασάρ Μπέη στα Γιαννιτσά. Σαρί Ομέρ (κι άλλος κιτρινιάρης!) στη Θεσσαλονίκη και πλήθος άλλα. Πρόκειται, βέβαια για τα ονόματα των παλιών ιδιοκτητών της περιοχής, των τούρκων τσιφλικάδων, τα οποία καθιερώθηκαν και σαν τοπωνύμια.
Μετά απ’ όλα αυτά μπορούμε, νομίζω, να λύσουμε το μυστήριο του ονόματος που μας απασχολεί: Σίγουρα κάποτε η σημερινή Χρυσούπολη αποτελούσε τσιφλίκι κάποιου Σαμπάν ο οποίος ήταν κιτρινιάρης. Και πώς να μην ήταν, ο άνθρωπος με την ελονοσία που έδερνε την περιοχή…
Συμπληρωματικά και χωρίς να επεκτείνομαι κάνοντας κατάχρηση του χώρου του περιοδικού που ευγενικά με φιλοξενεί, αναφέρω ότι αυτός ο μαραμένος από τις θέρμες κύριος Σαμπάν πρέπει να έζησε αρκετά νωρίτερα από το 1666 – 7, αφού τότε ήδη υπάρχει και ευημερεί το χωριό Σαρί – Σαμπάν.
ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟ ΣΑΡΙΣΑΜΠΑΝ
Την αφορμή να ερευνήσω το δεύτερο θέμα μου την έδωσε ένα μικρό φυλλάδιο της γνωστής Χρυσουπολίτισας φιλολόγου κας Βούλας Ξανθοπούλου – Αργυρίου. Η καλή αυτή επιστήμων (από τους πρώτους που έβγαλε η πόλη μας, όταν ακόμη ήταν χωριουδάκι!) που μόρφωσε γενεές Χρυσουπολιτών, είναι και η πρώτη που ερεύνησε την ιστορία αυτού του τόπου. Στη σύντομη έκδοσή της, λοιπόν, αναφέρει μια προφορική πληροφορία που είχε για κάποιο Εσκί (= παλιό) Σαρίσαμπάν. Έτσι όμως υπονοείται ότι κάποτε το Σαρίσαμπάν βρισκόταν κάπου άλλού και κάποια στιγμή για κάποιο λόγο μεταφέρθηκε.
Όσα ακολουθούν αποτελούν μια υπόθεση, στηριγμένη σε λογικά συμπεράσματα μάλλον, παρά σε αποδείξεις. Είναι όμως γοητευτική και αξίζει να την δοκιμάσουμε.
Κατ’αρχήν όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα πουθενά γραπτή μαρτυρία για «Εσκί Σαρί-σαμπάν». Μελετώντας όμως έναν παλιό χάρτη, που διατηρούσε ακόμη τα τουρκικά τοπωνύμια, εντόπισα στα βορειανατολικά του σημερινού χωριού Αγίασμα το τοπωνύμιο «Παζάρ Γερί», που σημαίνει «τόπος του παζαριού». Ο χώρος ταίριαζε με την πληροφορία της κας Ξανθοπούλου ότι οι Βούλγαροι αναζητούσαν το «Εσκί Σαρίσαμπάν» κάπου εκεί. Οι σκέψεις που έκανα, λοιπόν, είναι οι εξής:
Αν μελετήσει κανείς λίγο την ιστορική γεωγραφία της περιοχής, γίνεται προφανές ότι το Σαρίσαμπάν πρέπει να ξεκίνησε την ιστορία του σαν οδικός σταθμός και περιφερειακή αγορά. Σ’ αυτό συνηγορεί η θέση του: Βρίσκεται στο μέσον σχεδόν της αποστάσεως Καβάλας και Ξάνθης και στο σύνορο περίπου της ορεινής με την πεδινή ζώνη της επαρχίας. Δίπλα του, στη θέση περίπου του σημερινού δρόμου Καβάλας – Ξάνθης, περνούσε η πανάρχαια Εγνατία οδός. Τα 30 χιλιόμετρα της αποστάσεώς του και από τις δύο πόλεις αντιστοιχούν σε έξι ώρες πεζοπορίας, οι οποίες γίνονται πάνω από 7, αν υπολογίσει κανείς και τις αναγκαίες στάσεις. Επομένως ο χώρος του Σαρίσαμπάν συγκεντρώνει τα απαραίτητα προσόντα για σταθμό και κατάλυμα των ταξιδιωτών μετά από το ταξίδι μιας μέρας. Και φυσικά ένας τέτοιος τόπος είναι κατάλληλος και για το παζάρι όλης της περιοχής.
Βέβαια στην αρχαιότητα η Εγνατία οδός περνούσε τον Νέστο στα Β.Α. της Χρυσουπόλεως, από την ρωμαΐκή λίθινη γέφυρα που βρισκόταν περίπου στη θέση της σημερινής, κοντά στο χωριό Τοξότες. Επίσης τότε διέθετε στην περιοχή έναν οργανωμένο οδικό σταθμό, την Mutatio Purdis ή Pyrdis, της οποίας τα ερείπια σώζονται ακόμη κοντά στη σημερινή Πετροπηγή. Όμως μελετώντας τους ξένους περιηγητές διαπιστώνει κανείς ότι, τουλάχιστον από τον 17ο αι., το πέρασμα του Νέστου γίνεται πολύ νοτιότερα από την αρχαία γέφυρα, και μάλιστα αλλάζει θέση κάθε τόσο, ανάλογα με τις πλημμύρες και τις μετακινήσεις του τότε ατίθασου ποταμού, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα και τη μετατόπιση της οδικής αρτηρίας. Οι αλλαγές αυτές έφερναν, φυσικά σοβαρές αναστατώσεις και ανακατατάξεις στην οικονομία της περιοχής, οι οποίες ήταν ικανές να αναδείξουν ή να καταβαραθρώσουν οικισμούς που εξαρτούσαν την ύπαρξή τους απ’ τα αγαθά του μεγάλου δρόμου. Πράγματι, σύμφωνα με τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, αυτό έπαθε και το Σαρίσαμπάν τον 17ο αι., όταν ο δρόμος μετακινήθηκε βορειότερα λόγω κάποιας νέας ξύλινης γέφυρας που στήθηκε στον ποταμό, πιθανόν στο ύψος του σημερινού Ξεριά. Φαίνεται, λοιπόν, πώς στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, μέσα στη γενική αδιαφορία, η ρωμαΐκή γέφυρα κατέρρευσε και η mutatio Purdis εγκαταλείφθηκε.
Πάνω στη νέα πορεία του δρόμου ήταν φυσικό να δημιουργηθούν νέοι οικισμοί, που θα εκμεταλλεύονταν τα οικονομικά του πλεονεκτήματα. Ένας τέτοιος λαμπρός οικισμός ήταν σίγουρα η Yenice (= νέος τόπος. Σήμερα Γενισέα), η οποία αποτελεί ουσιαστικά οικονομική μετακίνηση της Ξάνθης (τουρκικά Eskice = παλιός τόπος) νοτιότερα, πάνω στο νέο δρόμο, και η οποία γνώρισε μεγάλη οικονομική ακμή.
Αλλά η Γενισέα βρίσκεται σχεδόν απέναντι από τη Χρυσούπολη, στη άλλη όχθη του Νέστου. Δεν θα ήταν παράλογο, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι ένας μικρότερος οικισμός ιδρύθηκε και στα δυτικά του ποταμού και αποτελούσε το οικονομικό κέντρο της περιοχής (Pazar Yeri), αλλά ταυτόχρονα και οδικό σταθμό εναλλακτικό της Γενισέας, για τις περιπτώσεις που η κόπωση του ταξιδιού ή η περασμένη ώρα ή κάποια πλημμύρα δεν επέτρεπε τη διάβαση του ποταμού. Αν είναι έτσι, τότε φυσικά, όταν μετατοπίστηκε ο δρόμος, μετακινήθηκε και ο σταθμός Pazar Yeri, η δε νέα θέση του συνέβη να είναι το τσιφλίκι του Sari Saban.
Αν ευσταθούν αυτοί οι συλλογισμοί, τότε μπορούμε να ταυτίσουμε το Eski Sari Saban με το Pazar Yeri. Πάντως η Χρυσούπολη σίγουρα υπήρξε κάποτε οδικός σταθμός. Το μαρτυρούν τα πολυάριθμα χάνια, που κάποτε αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά τον σημερινό ιστορικό της πυρήνα, αλλά και το άλλο όνομα που κάποτε είχε: Hanlar, δηλαδή Χάνια. Το μαρτυρούν επίσης οι παλαιότερες και σχεδόν αποκλειστικές οικονομικές επιχειρήσεις των κατοίκων της: χάνια, φούρνοι, παντοπωλεία, καροποιεία. Ό,τι χρειάζεται, δηλαδή, για την εξυπηρέτηση ταξιδιωτών.
Τέλος, σχετικά με τη λειτουργία της ως οικονομικού κέντρου της περιοχής, οι παλιότεροι θα θυμούνται ακόμη το εβδομαδιαίο παζάρι της, που δεν ήταν μια αστική «λαΐκή αγορά», όπως σήμερα αλλά διατηρούσε όλα τα γνωρίσματα της κύριας οικονομικής εκδήλωσης όλης της περιοχής, κατά την οποία οι χωρικοί πουλούσαν από τα κάρα τους τα αγροτικά τους προΐόντα στην πλατεία της Σιταγοράς (Ekin Pazar = αγορά της σοδειάς), διαπραγματεύονταν τα ζώα τους στην Ζωαγορά (Hayvan Pazar) και αγόραζαν τις προμήθειές τους για την εβδομάδα ή τον μήνα που ακολουθούσε.
Δυο λόγια πριν κλείσω τη σύντομη αυτή παρουσίαση: Λίγα ακόμη στοιχεία διαθέτω εγώ, τα οποία είναι ανεπαρκή για τη σύνταξη μιας πραγματικής ιστορίας της Χρυσουπόλεως. Είμαι σίγουρος όμως ότι πολλά θα μπορούσαν να βρεθούν στο αρχείο της Μητροπόλεως και της Μουφτείας Ξάνθης και, φυσικά, στα Τουρκικά Αρχεία. Η άγνοια της Τουρκικής, η έλλειψη χρόνου και τα βαριά προβλήματα της οικογένειάς μου δεν μου επιτρέπουν να συνεχίσω. Προτείνω στον Δήμο Χρυσουπόλεως να προκηρύξει επισήμως την συγγραφή της Ιστορίας της προσφέροντας απλόχερα όλα τα αναγκαία μέσα. Και προτρέπω τους νεότερους Χρυσουπολίτες, που διαπρέπουν σε όλες τις επιστήμες πλέον, να αναλάβουν το έργο αυτό, πριν χαθούν τα στοιχεία και πριν φύγουν από τη ζωή και οι ελάχιστοι εναπομένοντες παλιοί κάτοικοι, που αποτελούν τη ζωντανή μνήμη. Το υλικό μου είναι στη διάθεση του κάθε ερευνητή.
Θεσσαλονίκη, 14 Νοεμβρίου 1990.
2 comments:
Να τα θυμόμαστε, εμείς τα παιδιά του κάμπου, και να μη φραγκεύουμε αβαθώς.
Συμφωνώ Βασίλη.
Post a Comment