Showing posts with label Λογοτεχνία.. Show all posts
Showing posts with label Λογοτεχνία.. Show all posts

10 August 2023

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

 

Σοφέ μου, το τετράσοφο

που σε φωτάει λυχνάρι

να' τανε λέει φεγγάρι

κι εγώ είκοσι χρονών.

08 May 2023

Διονύσης Μαρτινέγκος

 

Αν και ακριβολόγος στην ουσία της μετάφρασης, συνήθιζε να λέει:

« Οι πιστές μεταφράσεις είναι βαρετές, οι άπιστες όμως έχουν ενδιαφέρον».



https://www.ertnews.gr/eidiseis/politismos/antio-ston-dionysi-martinegko-ton-giatro-metafrasti-tainion/

02 October 2020

Η τελευταία βροχή του Σεπτέμβρη.

 

Η τελευταία βροχή του Σεπτέμβρη...

απαλή, διακριτική, σχεδόν αθόρυβη

πέφτει ρυθμικά

πάνω στα κόκκινα κεραμίδια.

Διαπερνά μαγικά τη στέγη.

Στάζει πάνω στα ταλαιπωρημένα μου χαρτιά.

Ό,τι γράφω το σβήνει.

Μια θάλασσα μικρούλα σχηματίζει

τόση δα

που βάφεται γαλάζια απ' το μπλε μου μελάνι.

Πνίγονται οι λέξεις

χάνονται οι στίχοι

δεν βρίσκουν τόπο απόψε τα λόγια

να μείνουν

δεν βρίσκουν τα νοήματα λόγο να γεννηθούν.

Ένας ακόμα μήνας...

Πότε ήρθε;

Πότε φεύγει;

Τι έμεινε αλήθεια απ' τις σύντομες μέρες του;

Δευτέρες Πέμπτες Κυριακές

βιαστικές κι αδιάφορες...

σταγόνες μιάς περαστικής βροχής...

δάκρυα στερνά του Σεπτέμβρη.



Μαρία Γασπαράτου.


13 January 2019

Λίγο πριν πεθάνεις...




Ο παππούς μου ήταν φυσικός. Ήταν και 96 χρονών. Όταν τον ρωτούσαν πόσων χρονών είναι απαντούσε «χοντρικά… λίγο πριν πεθάνω».

Ο παππούς μου ήταν φυσικός. Ήταν και 96 χρονών (όπως ο Μητσοτάκης). Όταν τον ρωτούσαν πόσων χρονών είναι απαντούσε «χοντρικά… λίγο πριν πεθάνω». Το καλύτερο είναι ότι χαμογελούσε όταν το 'λεγε. Γνήσια, όχι μ’ αυτό το χαμόγελο-μορφασμό-κάλυμμα τρόμου. Ο παππούς μου χώρισε από τη γιαγιά μου όταν ήταν 75 χρονών. Όχι γιατί βρήκε γκόμενα αυτός. Όχι επειδή βρήκε γκόμενο η γιαγιά. Χώρισε γιατί δεν ήθελε να πηγαίνει εκδρομές σε μοναστήρια μαζί της. Σιχαινόταν επίσης τις φίλες της, που αφού γλεντοκόπησαν με συζύγους και εραστές στις Μυκόνους και τα Καζίνα της Ευρώπης, αποφάσισαν να κάνουν πλέον Πάσχα στον πανάγιο τάφο μόνο και μόνο γιατί φοβήθηκαν ότι έχουν πάρει την άγουσα για τον δικό τους τον τάφο. «Αυτές παιδί μου είναι συνηθισμένες να τα ρυθμίζουν όλα ζητώντας ρουσφέτια από τους βουλευτάδες τους», μου είπε τότε. «Ε, δεν μπορώ να τις βλέπω να μετατρέπουν και το θεό σε βουλευτή. Ανάβουν κεριά, κάνουν τάματα, φτιάχνουν φανουρόψωμα, φιλάνε οστά και κάρες αγίων, γιατί αυτή τη φορά είναι γιγάντιο το ρουσφέτι: ρετιρέ στον παράδεισο. Καλύτερα μόνος μου.» Και πράγματι. Έζησε άλλα 20 χρόνια καλύτερα μόνος του. Ο θεός του έδωσε υγεία – ίσως επειδή δεν το ζήτησε φιλώντας στα ξεκούδουνα την κάρα του Αγίου Μηνά. Επισκεύασε και αποσύρθηκε στο σπίτι της μάνας του σ' ένα χωριό με δέκα σπίτια κάπου στη νότια Πίνδο. Το πρωί έκανε μια μεγάλη βόλτα στο βουνό και μετά διάβαζε, έφτιαχνε το φαγάκι του και έπαιρνε ένα υπνάκι. Το απόγευμα πήγαινε στο καφενείο-μπακάλικο-ταβέρνα-πρόχειρο ιατρείο και συναντούσε τους άλλους 16 κατοίκους του χωριού. Έπιναν το κρασάκι που έφερνε αυτός (είχε τρελές προμήθειες σαββατιανού που ήταν η αδυναμία του), έτρωγαν ομελέτα με αυγά απ' το κοτέτσι της κυρά Μάγδας και μανιτάρια που μαζεύει ο ανιψιός του Θωμά. Μετά το τρίτο ποτηράκι παίζανε μπιρίμπα ή τάβλι. Όταν ο παππούς ήταν στα μεγάλα κέφια του τους εξηγούσε τους νόμους που διέπουν τον κόσμο μετά παραδειγμάτων. Η αντοχή των υλικών λ.χ. εξηγήθηκε με το διαζύγιό του. «Μαλώνεις, μαλώνεις για χρόνια και νομίζεις ότι δεν πειράζει. Τα βρίσκεις και συνεχίζεις. Όμως η σχέση έχει κουραστεί. Και όταν μια μέρα ξαφνικά χωρίζεις, απορείς αφού δεν έγινε τίποτα σπουδαίο. Αλλά δεν χρειάζεται να γίνει ένα σπουδαίο. Η καταπόνηση για χρόνια κάποια στιγμή θα φέρει το σπάσιμο. Έτσι και το πανί που το βλέπει ο ήλιος καθημερινά κάποια στιγμή ξαφνικά θα διαλυθεί». Μετά γυρνούσε σπίτι του, διάβαζε λίγο ακόμα και πήγαινε για ύπνο. Ήταν ήρεμος κι ευτυχισμένος. Η μόνη με την οποία μιλούσε στην οικογένεια ήμουν εγώ. Χτες με ειδοποίησε η κυρά Μάγδα ότι δεν είναι καλά. Πέταξα κι έφτασα δίπλα του σε μισή μέρα. Όταν μπήκα σπίτι του τον βρήκα στο κρεβάτι χάλια αλλά με καθαρές ριγέ μπυτζάμες, τριζάτα σεντόνια, μια κούπα χαμομήλι και ένα βιβλίο στο χέρι. Χαμογέλασε με όλο του το μούτρο όταν με είδε. Και μετά με μάλωσε που άφησα τις δουλειές μου και ήρθα. -Τι κάνεις παππού; τον ρώτησα προσπαθώντας να κρύψω άτσαλα την αγωνία μου. -Προσπαθώ να καταλάβω ποιες από τις 8 άγνωστες διαστάσεις του σύμπαντος είναι η πιο ωραία για να μετεγκατασταθώ, μου είπε και ανέμισε το βιβλίο. Το πήρα στα χέρια μου. Ήταν ένα βιβλίο που ανέλυε τη θεωρία των υπερχορδών, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της οποίας υπάρχουν, όπως μου εξήγησε, παράλληλα σύμπαντα αόρατα για μας που ζούμε στις τρεις διαστάσεις. -Σοβαρά τώρα παππού, λες να αληθεύει αυτό; Λες να είμαστε κλεισμένοι σε μια γυάλα σαν ψάρια και να νομίζουμε ότι αυτό είναι όλο, ενώ έξω είναι το σπίτι, η πόλη, ο κόσμος, ο γαλαξίας; Λες να είμαστε κοντόφθαλμοι σαν χρυσόψαρα; -Θα σου πω σε λίγο μετά λόγου γνώσεως, μου είπε και γέλασε περιπαικτικά. Με ξέρεις εμένα τι ψαχτήρι είμαι. Θα βρω τρόπο, θα βρω ταχυδρόμο με άδεια κυκλοφορίας μεταξύ συμπάντων και θα σε ειδοποιήσω. Υπόσχεση! Σκάσαμε στα γέλια και αγκαλιαστήκαμε. Το βράδυ πέθανε ήσυχα στον ύπνο του. Και ξαφνικά κατάλαβα τι θα πει ακριβώς «θανάτω θάνατον πατήσας» και τον ζήλεψα. Καλό ταξίδι παππού. Θα χω το νου μου για τον ταχυδρόμο σου…






24 December 2018

Φιόντορ Ντοστογιέβσκι (1821 - 1881). Ένα αγόρι τα Χριστούγεννα.




ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ  (1821-­1881)

ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 

Έχω την εντύπωση, λοιπόν, ότι υπήρχε στο υπόγειο ένα αγόρι, όμως πολύ μικρό ακόμα, έξι χρονών  ή μπορεί και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε το πρωί μέσα σε ένα υγρό, κρύο υπόγειο. Φορούσε  κάτι  σαν  ρομπάκι και  τουρτούριζε. Η  ανάσα  του έβγαινε από  το  στόμα  του  σαν άσπρος  αχνός, κι  εκείνο, καθισμένο πάνω σε ένα σεντούκι στη γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας τη να πετάει και  να χάνεται. Όμως, ήθελε τόσο πολύ να φάει κάτι. Είχε πλησιάσει κάμποσες φορές από το πρωί το  σανιδένιο  κρεβάτι,  όπου πάνω σε  ένα λεπτό  σαν φύλλο στρώμα και με έναν μπόγο για μαξιλάρι  κειτόταν η άρρωστη μητέρα  του. Πώς  βρέθηκε άραγε εδώ; Θα  πρέπει να ήρθε με  το αγοράκι της από κάποια άλλη πόλη και αρρώστησε ξαφνικά. Την ιδιοκτήτρια των κρεβατιών την είχαν συλλάβει  δυο μέρες πριν. Οι ένοικοι σκόρπισαν στα πόστα τους, λόγω γιορτών, κι ένας ακαμάτης που έμεινε κειτόταν ήδη μεθυσμένος του θανατά ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς να περιμένει καν τη γιορτή. Στην άλλη άκρη του δωματίου βογκούσε μια ογδοντάχρονη γριούλα, που έζησε κάποτε, κάπου, σαν γκουβερνάντα, και τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας στο αγόρι, που άρχισε να φοβάται πια να πλησιάσει προς τη γωνιά της. Κάπου σε μια πεζούλα ανακάλυψε κάτι για να πιει, αλλά δε βρήκε ούτε μια κόρα ψωμί για να φάει, και πήγαινε τώρα για δέκατη φορά να  ξυπνήσει τη μητέρα του. Τελικά, μέσα στο σκοτάδι ένιωσε να φοβάται: είχε βραδιάσει εδώ και ώρα, αλλά κανείς δεν άναψε φως. Ψηλαφώντας το πρόσωπο της μαμάς του, παραξενεύτηκε που εκείνη  δεν  κουνήθηκε  καθόλου  και  ήταν τόσο  παγωμένη  όσο κι ο τοίχος. «Πολύ  κρύο  κάνει  εδώ  μέσα», σκέφτηκε, στάθηκε  λίγο ακόμα,  ξεχνώντας ασυναίσθητα το χέρι  του στον ώμο της  μακαρίτισσας, μετά  χουχούλιασε τα δαχτυλάκια του, για να τα  ζεστάνει, και ξαφνικά, ξετρυπώνοντας από το κρεβάτι το κασκετάκι του, σιγά  σιγά, ψηλαφητά, βγήκε από το υπόγειο. Θα  είχε φύγει  νωρίτερα, αλλά φοβόταν εκεί πάνω στη σκάλα το μεγάλο σκυλί που στεκόταν ολημερίς έξω από την πόρτα των  γειτόνων. Όμως, τώρα πια το σκυλί δεν ήταν εκεί, κι αυτός βγήκε γρήγορα στο δρόμο. 

Θεέ  μου, τι πόλη  ήταν αυτή! Ποτέ άλλοτε  δεν είχε  δει κάτι παρόμοιο. Εκεί  απ' όπου ερχόταν, τις νύχτες πέφτει μαύρο σκοτάδι, ένας  φανοστάτης φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα, χαμηλούτσικα  σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται με παντζούρια. Έξω, με το που θα πάρει να σουρουπώνει, δε θα δεις  κανέναν  —  κλείνονται όλοι στα σπίτια τους, και το μόνο που ακούς  είναι  το ουρλιαχτό από ολόκληρα κοπάδια  σκυλιών, εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτά αλυκτούν και γαβγίζουν όλη τη νύχτα. Ωστόσο, εκεί κάτω ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν να φάει, ενώ εδώ, ω Θεέ μου, ας έτρωγε  μια  στάλα!  Και τι  θόρυβος και φασαρία είναι  αυτή, πόσο φως και πόσοι  άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και παγωνιά, παγωνιά! Παγωμένος αχνός βγαίνει από τα καταπονημένα άλογα, από τις  καυτές ανάσες τους. Κάτω από το λιωμένο χιόνι βροντοκοπούν πάνω στην πέτρα τα πέταλά τους, κι όλοι σπρώχνονται τόσο και, ω Θεέ μου, πόσο θέλει να φάει, ένα κομματάκι οτιδήποτε έστω, και τα δάχτυλα  άρχισαν  ξαφνικά  να πονάνε τόσο. Δίπλα του, πέρασε  το όργανο της τάξης  που έστρεψε αλλού το πρόσωπό του, για να μη δει το μικρό. 

Να κι άλλος  δρόμος, τόσο  πλατύς!  Εδώ  σίγουρα  μπορούν  να  σε  ποδοπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πώς τρέχουν και τι φώτα, τι φώτα! Ω, αυτό τι είναι; Α, ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι  ένα  δωμάτιο, και στο  δωμάτιο ένα δέντρο ίσαμε το ταβάνι. Είναι  ένα  έλατο, και  πάνω στο  έλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια και μήλα και κουκλάκια και μικρά αλογάκια. Πέρα δώθε  στο δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και κάτι τρώνε και πίνουν. Να, το κοριτσάκι εκείνο άρχισε να χορεύει με το αγοράκι, τι όμορφη κοπελίτσα! Ορίστε κι η μουσική  που ακούγεται πίσω από το τζάμι. Κοιτάζει ο μικρός και θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα του πονάνε  ήδη  και τα δαχτυλάκια των ποδιών,  ενώ των χεριών  έγιναν πια κατακόκκινα, δεν κλείνουν και πονάνε όταν τα κουνάει. Ξάφνου το αγόρι θυμήθηκε ότι του πονάνε τόσο πολύ τα δάχτυλα, έβαλε  τα  κλάματα  και  συνέχισε  το  δρόμο  του,  αλλά να που πάλι βλέπει, μέσα από ένα άλλο τζάμι, ένα άλλο δωμάτιο κι ένα δέντρο, και στα τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε είδους  —  αμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, και κάθονται εκεί τέσσερις πλούσιες κυρίες, που δίνουν σε όσους μπαίνουν γλυκά, κι ανοίγει για μια στιγμή η πόρτα και μπαίνουν απ' έξω κάμποσοι κύριοι. Πλησίασε στα κλεφτά ο  μικρός, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Ωχ, τι φωνές ήταν αυτές και τι χειρονομίες! Μια κυρία έτρεξε γρήγορα, του έβαλε στο χέρι ένα καπίκι και του άνοιξε την πόρτα για να βγει. Πόσο φοβήθηκε  ο  μικρός! Το καπίκι τού έπεσε την ίδια στιγμή και κύλησε πάνω στα σκαλοπάτια, γιατί δεν μπορούσε, βλέπετε, να κλείσει τα κόκκινα δάχτυλά του και να το σφίξει. Το έβαλε στα πόδια ο μικρός κι έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να ξέρει προς τα πού. Πάλι θέλει να κλάψει, αλλά φοβάται, και  τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τα χεράκια  του.  Τότε τον πιάνει μια  θλίψη, γιατί ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος και  τόσο  απαίσια.  Όμως, ξάφνου, Θεέ και κύριε!  Τι  είναι αυτό  πάλι;  Ένα  πλήθος  ανθρώπων στέκεται και κάτι κοιτάζει: σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, τρεις κούκλες, μικρές, με κόκκινα και πράσινα ρουχαλάκια, και εντελώς σαν ζωντανές! Ένα γεροντάκι κάθεται και σαν να παίζει ένα μεγάλο βιολί, δυο άλλοι στέκονται όρθιοι και παίζουν μικρότερα βιολιά, και κουνάνε τα  κεφάλια τους με ρυθμό, κι έπειτα κοιτάνε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιούνται, μιλάνε, πραγματικά μιλάνε, μόνο που λόγω του τζαμιού δεν ακούγονται. Στην αρχή ο μικρός σκέφτηκε ότι είναι  ζωντανοί, αλλά, μόλις κατάλαβε  ότι είναι κούκλες, έβαλε  τα γέλια. Δεν είχε δει ποτέ  τέτοιες  κούκλες και δεν ήξερε καν ότι υπάρχουν  τέτοιες! Του έρχεται να κλάψει, αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι κούκλες. Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από το ρομπάκι του: ένα  ψηλό κακιωμένο αγόρι στάθηκε δίπλα του, του έδωσε μια καρπαζιά, του πέταξε το κασκέτο και του  έχωσε  μια κλοτσιά.  Κυλίστηκε  ο  μικρός  στο  έδαφος,  κάποιοι  έβαλαν τις  φωνές, τα έχασε τότε, πετάχτηκε πάνω και όπου φύγει φύγει, μέχρι που έφτασε κάπου, άγνωστο πού, σε μια αυλή, μια  άγνωστη αυλή. Στάθηκε  να  πάρει ανάσα  πίσω από ένα  σωρό  ξύλων. «Εδώ δε θα με βρουν, είναι κατασκότεινα». 

Κάθισε μαζεμένος, χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το φόβο, και τότε  απρόσμενα,  εντελώς  απρόσμενα, ένιωσε  τόσο  ευχάριστα: τα χεράκια και τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονάνε κι αισθάνθηκε μια τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σαν να βρισκόταν δίπλα στη σόμπα. Να τος, τρεμουλιάζει  ολόκληρος,  αχ, μα ναι, μοιάζει να αποκοιμιέται!  Τι  ωραία να κοιμόταν εδώ: «Θα κάτσω λίγο και θα πάω να δω πάλι τις κούκλες», σκέφτηκε ο μικρός και χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στο μυαλό του, εντελώς σαν αληθινές!... Αλλά τότε άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει ένα νανούρισμα. «Μαμάκα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία κοιμάμαι εδώ πέρα!» 

«Πάμε  σπίτι  μου,  στο  χριστουγεννιάτικο  δέντρο,  αγοράκι»,  ψιθύρισε  από  πάνω  του μια σιγανή  φωνή. 

Σκέφτηκε ότι θα ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν. Ποιος είναι αυτός που τον καλεί, δεν τον  βλέπει, όμως ναι, κάποιος έσκυψε πάνω του και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι, και ο μικρός του έτεινε το  χέρι και... και τότε, ω, τι  φως!  Ω, τι  έλατο είναι αυτό!  Μα δεν  είναι καν  έλατο, τέτοια  δέντρα  δεν είχε  ξαναδεί ποτέ!  Πού βρίσκεται τώρα;  Όλα λάμπουν, όλα  ακτινοβολούν  και  γύρω τόσες κούκλες, αγοράκια και κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, όλο στριφογυρνάνε γύρω του, πετάνε, τον φιλάνε, τον πιάνουν από το χέρι, τον παίρνουν μαζί τους, ναι, τώρα πετάει κι ο ίδιος, και βλέπει τη  μητέρα του να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει τόσο χαρούμενη. 

«Μαμά! Μαμά! Αχ,  τι ωραία που είναι εδώ, μαμά!»  της φωνάζει ο μικρός και ξαναφιλιέται με τα  παιδάκια και θέλει να τους μιλήσει αμέσως για τις κούκλες εκείνες πίσω από το τζάμι. «Ποια είστε  εσείς, αγοράκια; Ποιες είστε εσείς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας και αγκαλιάζοντάς τα. 

«Αυτό  είναι  το Δέντρο του Χριστού», του  απαντάνε. «Στο  σπίτι του  Χριστού  πάντα  τη μέρα αυτή υπάρχει ένα δέντρο για τα μικρά παιδάκια που δεν έχουν δικά τους δέντρα...» 

Έμαθε τότε ότι τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδάκια σαν κι αυτόν, που κάποια ξεπάγιασαν  μέσα  στα  καλαθάκια  τους,  όταν τα εγκατέλειψαν στα σκαλιά των σπιτιών των αξιωματούχων της  Πετρούπολης,  άλλα  πέθαναν στο βρεφοκομείο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στο στεγνό στήθος της μητέρας τους (την εποχή του λοιμού της Σαμάρας), και κάποια άλλα έσκασαν σταβαγόνια της τρίτης θέσης από τις αναθυμιάσεις, κι όλα είναι τώρα εδώ, όλα είναι τώρα άγγελοι, κοντά στον Χριστό, κι Εκείνος, ανάμεσά τους, τους  απλώνει το  χέρι και τα ευλογεί, όπως και τις αμαρτωλές μητέρες  τους... Ναι, οι μητέρες των παιδιών στέκονται εδώ  δίπλα στην ακρούλα και κλαίνε. Όλες  αναγνωρίζουν το αγοράκι τους ή το κοριτσάκι τους, το πλησιάζουν και το φιλάνε, του σκουπίζουν τα δάκρυα με τα χέρια τους και του ζητάνε να μην κλαίει, γιατί εδώ είναι καλά τώρα... 

Κάτω, το πρωί, οι οδοκαθαριστές βρήκαν το μικρό πτωματάκι του ξεπαγιασμένου αγοριού πίσω από  τα ξύλα. Αναζήτησαν και τη μητέρα του... Εκείνη είχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στον  Κύριο και Θεό, στους ουρανούς. 

Γιατί έγραψα μια τέτοια ιστορία, που δεν ταιριάζει καθόλου σε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, και  μάλιστα  ημερολόγιο  συγγραφέα;  Είχα  υποσχεθεί  στους  εκδότες  μερικά  διηγήματα,  για  αληθινά  γεγονότα  κατά  προτίμηση! Όμως,  ακριβώς  αυτό  είναι  το  ζήτημα:  μου φαίνεται  πως  όλα  αυτά  θα  μπορούσαν να έχουν συμβεί στ' αλήθεια — δηλαδή αυτό που έγινε στο υπόγειο και πίσω από τα  ξύλα και εκεί,  δίπλα  στο  χριστουγεννιάτικο  δέντρο.  Δεν ξέρω πια πώς να το πω,  μπορεί να έχουν συμβεί μπορεί και όχι... Αλλά γι' αυτό είμαι μυθιστοριογράφος: για να επινοώ πράγματα.

02 December 2018

Ένας Αριθμός ( του Άντον Τσέχωφ).



Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία , τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
-Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα ΄χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου… Λοιπόν… Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα…
-Για σαράντα.
-Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες… Λοιπόν ,έχεις δύο μήνες εδώ…
-Δύο μήνες και πέντε μέρες…
-Δύο μήνες ακριβώς… Το ΄χω σημειώσει…. Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια.
Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές … δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές….
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
-Τρεις γιορτές… μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα… Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα… Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες…. Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό… Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν… Χμ! σαράντα ένα ρούβλια…. Σωστά;
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακόκκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
-Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του…
Βγάζουμε δύο ρούβλια… Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει…
Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του… Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια…. Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να ΄χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι΄αυτό σε πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια…
-Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα… μουρμούρισε η Ιουλία.
-Το΄χω σημειώσει!
-Καλά…
-Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα…
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
-Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε… Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.
-Μπά; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν ,δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρηματά σου, αγαπητή μου! Τρία… τρία, τρία… ένα και ένα… Πάρ΄τα…
Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
-Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
-Και γιατί με ευχαριστείς;
-Για τα χρήματα.
-Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
-Οι άλλοι δεν μου έδιναν τίποτα!…
-Δε σου ‘δίναν τίποτα . Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ ‘αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δεν δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;
Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.


18 December 2016

Από συνέντευξη του Γιώργου Ιωάννου στην Καθημερινή της 27-28.6.1982

«Κάθε λέξη την οποία χρησιμοποιεί ένας συγγραφέας, πρέπει να είναι σε θέση να την δικαιολογήσει και αν είναι δυνατόν να μπορεί για κάθε λέξη, όταν ρωτηθεί, να πει μια ολόκληρη ιστορία, δηλαδή τι σχέση έχει μ’ αυτήν την λέξη. Εγώ νομίζω ότι ανήκω σ’ αυτήν την κατηγορία».

18 January 2015

Tαξιδεύοντας

του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου


Tαξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα, εκεί που με καλούν
οι πεθαμένοι ή όσοι άγνωστοι έρχονται από μακριά
μέσ’ απ’ τις φωτισμένες πόλεις και τη θάλασσα
κι όλο βυθίζομαι ελεύθερα στον εύρωστο κορμό του κόσμου
Αναπολώ λιγότερο τη σκόνη στις παλιές μου κάμαρες
την παγωμένη ανταύγεια του απογεύματος στ’ άδεια δωμάτια

19 March 2011

Εργατικό ατύχημα.

Μεχρι να φτάσει το μαντάτο
κρύωνε το φαΐ στο πιάτο.

Απ' το παλιό του το σακάκι
ένα κουμπάκι τώρα λείπει
και το δεξί του το μανίκι.



Μιχάλης Γκανάς.
(από την συλλογή του "Τα μικρά, 1969 - 1999").

04 September 2010

Hjalmar Söderberg.

Προσπαθώ να μεταφράσω στα Ελληνικά κάτι γραμμές από το μυθιστόρημα Doktor Glas του Σουηδού συγγραφέα Hjalmar Söderberg (1869 – 1941):

Man vill bli älskad, i brist därpå beundrad, i brist därpå fruktad,
i brist därpå avskydd och föraktad. Man vill ingiva människorna
någon slags känsla. Själen ryser för tomrummet och vill kontakt
till vad pris som helst.

Θέλουμε να μας αγαπούν,
και αν δεν γίνεται αυτό, να μας θαυμάζουν
και αν δεν γίνεται και αυτό, να μας φοβούνται
και αν δεν γίνεται ούτε και αυτό, να μας μισούν και να μας περιφρονούν.
Θέλουμε να προκαλέσουμε στους άλλους ένα οποιοδήποτε είδος συναισθήματος.
Η ψυχή τρέμει το κενό και επιδιώκει την επικοινωνία με οποιοδήποτε τίμημα.

11 August 2010

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Ονειρο στο κύμα».


«... Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνόν του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' "αρμυρίσουν" εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την "ελιμπίστηκα", κ' ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.

[...] Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ήλιου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.

Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, διά να καθίση να δειπνήση.

Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσων. Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.

Επέταξα αμέσως το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους».

03 April 2010

Πάσχα Ρωμέϊκο.


Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Ο μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργα, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, εσυνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως μετά των φίλων, και ήτο στωμύλος και διηγείτο πολλά κ' εμειδία προς αυτούς.

Όταν εμειδία ο μπάρμπα-Πύπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ' εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κ' επικληνής προς το ους, όλα παρ' αυτώ εμειδίων.

Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κερκύρα· όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται δια την προτίμησιν την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Κέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν η εφτακρατόρισσα της Αούστριας. Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδιν, μα δότο, δοτίσσιμο κε ταλέντο! Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιορπιέρρο, κε γκράν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράϊλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται οι Άγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter).

Είχε γνωρίσει επίσης τον Σόλωμο (κε ποέτα!), του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:

Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη

πού εκρουβόταν για μας λευτεριά;

Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι' ανάφτει

και σκορπιέται σε κάθε μεριά.

Ο μπάρμπα-Πύπης έλειπεν υπέρ τα είκοσιν έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Είχε γυρίσει κόσμον κ' έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον έκτεσι, διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και τη τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους.

«Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασσιόν» -ο απατεώνας δεν έχει λύπησι. Ενίοτε πάλι εμαλάττετο κ' εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνας ατελείας. «Ουδ'η γης αναμάρτητος -άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκάμπιλε.» Και ύστερον, αφ' ου η γη δεν είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκάμπιλε, αλλά ινφαλίμπιλε, δεν ήθελε ν' αναγνωρίσει την διαφοράν.

Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δύο ή τρεις προσευχάς, ας είξευρεν τας είξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του είξευρε ρωμέϊκα». Έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ... ως ενάντιος υψίστοις» Όταν με ερώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο, το ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος... ως ενάντιος υψίστοις!»

Εν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν' ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν' ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου...

Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188... περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ' Αθηνών είς Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ανατείλει ακόμη η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν' αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήτο ίσως πτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά δια να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κ' έκαμνεν οικονομίαν.

Αλλ' όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ' έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν' ακούη την Ανάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην Εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί, και μετά την απόλυσιν ν' αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας.

Ήτο ο μπάρμπα-Πύπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις τον Πειραιά διά ν' ακούση το Χριστός Ανέστη εις τον ναόν του του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κ' ευφρανθή η ψυχή του.

Και όμως ήτο... δυτικός!

Ο μπάρμπα-Πύπης, Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός. Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του,όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α' «είχε μεταλάβει ρωμέϊκα» όταν εκινδύνευσε ν' αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς, του έλεγε τις: «Διατί δεν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πύπη;» η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη και ότι ευρέθη εκεί.

Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους Ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εβδομάδα του Ποντίφηκος· τα λοιπά είναι αδιάφορα.

Ο μπάρμπα-Πύπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον ΄Αγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού, κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπάρμπα-Πύπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους.

Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις την χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν' ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ' ολίγον ν' αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν μιας μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κ' εκεί εκάθησεν επί των χόρτων, αφού επέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σιγαροθήκην του, ήναψεν σιγαρέττον κ' εκάπνιζεν ηδονικώς.

Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου.

Εκείνην την στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ' ανέτελλε μετ' ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσαν εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.

Ο μπάρμπα-Πύπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε την χείρα προς τον άγνωστον κ' έκραξεν εναγωνίως.

-Φίλος! Καλός! μη ρίχνεις...

Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, άλλά δεν επανέφερεν το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν.ουδέ καταβίβασε την σκανδάλην.

-Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.

-Τι θέλω; επανέναβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Κάθουμαι να φουμάρο το τσιγάρο μου.

-Και δεν πας αλλού να το φουμάρης,ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπο, ρε, να φουμάρης το τσιγάρο σου!

-Και γιατί; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Τι σας έβλαψα;

-Δεν ξέρω 'γω απ' αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης· εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι' άλλα πράμματα μέσα. Μόνον κόττες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες.

Ήτο πρόδηλον ότι είχεν εκλάβει τον γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τάς όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίσθη με την καραβίναν του.

Ο μπάρμπα-Πύπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.

-Συ εγελάστηκες, απήντησεν· εγώ κόττες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι· εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν' ακούσω Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα.

Ο χωρικός εκάγχασε.

-Στον Πειραιά; στον Αϊ-Σπυρίδωνα; κι' από πού έρχεσαι;

-Απ' την Αθήνα.

-Απ' την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίαις, ν' ακούσης Ανάσταση;

-Έχει εκκλησίαις, μα εγώ τώχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Πύπης.

Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.

-Να φχαριστάς, καϋμένε...

Και τότε μόνον κατεβίβασε την σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.

-Να φχαριστάς καϋμένε, την ημέρα που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν τώχα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα!

Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο να απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.

-Κάνεις άδικα και συχωρεμένος νάσαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ' ευχαριστώ ως τόσο που δε μ' ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε.., δεν κάνεις καλά να με παίρνεις για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κ' επήγαινα, σου λέω στον Πειραιά.

-Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε...

Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κ' έγινεν άφαντος.

Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του.

Το συμβεβηκός τούτο δεν ημπόδισε τον μπάρμπα-Πύπην να εξακολουθή κατ' έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνει πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμει Πάσχα ρωμέϊκο.

Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα.




http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/Papadiamantis.html

19 July 2009

Τί είναι η ποίηση.

Η ΑΥΓΗ, 28/12/2008
Του Τέρι ΗΓΚΛΕΤΟΝ



Τι επιτυγχάνει το κομμάτιασμα και το αράδιασμα των ποιητικών φράσεων πάνω στη σελίδα; Μας καλεί να μεταχειριστούμε τη γλώσσα με ασυνήθιστη προσοχή και ευαισθησία. Είναι ένας τρόπος να πει κανείς: μη διαβάζετε απλώς διά μέσου της γλώσσας το νόημα, όπως κάνουμε με τις οδικές σημάνσεις που λένε: «Απαγορεύεται η είσοδος» ή «Οδηγείτε στη δεξιά λωρίδα» -καταστήσατε την ίδια τη γλώσσα αντικείμενο της προσοχής σας. Αυτός θα μπορούσε να είναι, εντέλει, ένας βραχύς ορισμός της ποίησης: το είδος λόγου όπου το τι λέγεται και το πώς λέγεται (το περιεχόμενο και η μορφή, το σημαίνον και το σημαινόμενο, το νόημα της γλώσσας και η υλικότητά της) είναι δραστικά αδιαχώριστα.[...]

Στην ποίηση, ο ήχος, ο τόνος, το βάρος, η ένταση, ο βηματισμός, η υφή των λέξεων είναι συστατικά στοιχεία του περιεχομένου της. Ώς έναν βαθμό, αυτό είναι αλήθεια και για την καθημερινή μας ζωή: δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς τόνο, γιατί και η ίδια η απουσία τόνου συνήθως μαρτυρεί μια συγκινησιακή στάση εκ μέρους του ομιλητή. [...] Όμως η ποίηση οδηγεί αυτή την τονικότητα σε μια ασυνήθιστη ένταση -πράγμα που σημαίνει ότι στην ποίηση το σώμα μετέχει της γλώσσας πιο φανερά απ' ό,τι συνήθως. Όλη η γλώσσα είναι σωματική, αλλά κάποιες εκφάνσεις της είναι πιο σωματικές απ' ό,τι άλλες, και αυτές είναι γνωστές ως ποίηση. Ποίηση είναι ο λόγος του σώματος.[...]

Ποίηση σημαίνει νόημα και υλικότητα συγχρόνως* και αν αυτό είναι αλήθεια, τότε η ποίηση είναι μια παράδοξα οπισθοδρομική, νηπιακού τύπου δραστηριότητα. Τα βρέφη απολαμβάνουν το παιχνίδι με τους ήχους, τη γεύση των συλλαβών και τη νοστιμιά των λέξεων στο στόμα τους* και οι ποιητές, που παράγουν αυτό που ο Ιρλανδός ποιητής Seamus Heaney έχει ονομάσει «μουσική του στόματος» (mouth music), είναι απλώς εκείνα τα πρόωρα ανεπτυγμένα βρέφη που δεν έπαψαν ποτέ να αντλούν απόλαυση από το ψέλλισμα. Οι περισσότεροι από μας πρέπει να αφήσουμε σιγά-σιγά πίσω μας αυτές τις σωματικές παρορμήσεις, προκειμένου να ανέλθουμε σε μια υψηλότερη τάξη νοήματος, αφαίρεσης, η οποία αποσπά το σημείο από τις ρίζες του στο σώμα. [...]

Τα άλλα ζώα παραμένουν αισθητηριακά δεμένα στο περιβάλλον τους με το σώμα τους. Όμως εμείς, επειδή έχουμε τη γλώσσα -το δώρο και την κατάρα του λόγου-, μπορούμε να αποσπάσουμε τον εαυτό μας από τα σώματα, από τις αισθήσεις και το περιβάλλον μας, και έτσι να τα χειριστούμε και να τα αντικειμενοποιήσουμε πολύ πιο δραστικά απ' ό,τι μπορούν οι καρχαρίες ή οι τίγρεις.[...] Αυτή η μετάβαση από το μουγκό σώμα στη γλώσσα είναι η στιγμή της Πτώσης, με τη βιβλική έννοια της λέξης. Όμως η Πτώση είναι προς τα πάνω, όχι προς τα κάτω. Είναι αυτό που οι θεολόγοι αποκαλούν «felix culpa», μια χαρούμενη Πτώση. Χωρίς τη γλώσσα, τις περίπλοκες έννοιες, τις δυνατότητες της αφηρημένης σκέψης, του υπολογισμού και της γενίκευσης, δεν θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε μαζικές δολοφονίες* ούτε όμως θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε τη χειρουργική.

Η ποίηση, λοιπόν, είναι μια προσπάθεια να αντιστρέψουμε και να επιδιορθώσουμε την Πτώση -να ενώσουμε και πάλι το νόημα με το σώμα, το πνεύμα με τις αισθήσεις. Με αυτή την έννοια, η ποίηση είναι η πιο δημιουργική (creaturely) από τις τέχνες. Η ποίηση δουλεύει με το νόημα, αλλά με έναν «ενσαρκωτικό» τρόπο -προσφέρει και πάλι στο νόημα το χαμένο υλικό σώμα του. Κατά συνέπεια, υπάρχει κάτι το ουτοπικό στην ίδια την ποιητική πράξη, όσο κατηφή ή απελπισμένα και αν είναι μερικά ποιήματα. Σκεφτείτε το ρυθμό, για παράδειγμα, που είναι ένα από τα πιο πρωτόγονα γνωρίσματα της ποίησης. Πρόκειται για υπόθεση του σώματος και των βιολογικών κύκλων -της παλμικής κίνησης της αναπνοής και του σφυγμού του αίματος-, για έναν από τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους η ποίηση μάς επιστρέφει στη βρεφική ηλικία. Ο ποιητής, όπως παρατήρησε κάποτε ο T. S. Eliot, είναι πιο πρωτόγονος και συγχρόνως πιο εκλεπτυσμένος από τους περισσότερους ανθρώπους. Από τη μια μεριά, το ποιητικό νόημα είναι πιθανότατα το πιο περίπλοκο νόημα που έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει η ανθρώπινη γλώσσα. Το ποίημα έχει οριστεί ως ο μεγαλύτερος δυνατός όγκος πληροφοριών στο μικρότερο δυνατό χώρο. Από την άλλη μεριά, όπως είπα παραπάνω, υπάρχει κάτι το μάλλον αρχαϊκό, το πρωτόγονο στην τέχνη της ποίησης.





Απόσπασμα από την ομιλία του Terry Eagleton στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στις 25/11/08), μτφρ. Αθηνά Βογιατζόγλου


http://www.avgi.gr/NavigateActiongo.action?articleID=425795

13 March 2009

Karin Boye.

Προσπαθώ να μεταφράσω στα Ελληνικά ένα δίστιχο της Σουηδέζας ποιήτριας Karin Boye (1900 – 1941):



Ja visst gör det ont när knoppar brister.
Varför skulle annars våren tveka?
............
.........................

Φυσικά και πονάει όταν τα μπουμπούκια σκάζουν.
Αλλιώς γιατί να δίσταζε η Άνοιξη;
………..
........................

02 February 2009

ΟΓΚ. ΑΝΤΙΚ. ΝΟΣΟΚ. ΑΘΗΝΩΝ "Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ" - ΝΠΔΔ

Μεσάνυχτα τους κατεβάζαν,

χωρίς κανένας άλλος να πάρει είδηση.

Τους έγδυναν, τους έπλεναν, τους έντυναν με τα καλά τους

που οι συγγενείς είχαν από μέρες τρεις φέρει,

τους έκλαιγαν με κλάμα πνιχτό

στο ξένο, τους έκλαιγαν, στο κοιμισμένο παρεκκλήσι,

και ύστερα τίποτα, σιωπή ύστερα.


Σαν τα επαρχιακά λεωφορεία του ΚΤΕΛ,

έφευγαν, έφευγαν το πρωί, οι νεκροφόρες.




Γιώργος Μαρκόπουλος



http://www.avgi.gr/NavigateActiongo.action?articleID=432095

24 January 2009

Ο δρόμος βάφτηκε.

Ο μικρός Πιερότος

όταν την Κολομπίνα αγάπησε

έστυψε τη στολή του

πλημμύρισε το δρόμο χρώματα

κι ύστερα

σαν το κεράκι κάηκε



Δημήτρης Λιοσάτος


http://www.avgi.gr/NavigateActiongo.action?articleID=428872

17 January 2009

Στα καλαφατιά.

Παρακάτω παραθέτω ένα κείμενο του Καβαλιώτη λογοτέχνη Κώστα Καναβούρη, που δημοσιεύθηκε στην Αυγή της 24/02/2002. Αναφέρεται σε ένα ταπεινό όσο και ζεστό καφενεδάκι στην Καβάλα στα καλαφατιά. Μπορεί να το βρεί κανείς εύκολα γιατί είναι μόνο του στην περιοχή εκείνη. Προτείνω ανεπιφύλακτα να το επισκεφτείτε όσο ακόμη υπάρχει.


Δεν κάνει κρύο. Κάνει βράδυ στη γενέτειρα. Και ψιλοβρέχει. Κάνει σκοτάδι απαλό. Κι εμείς βραδιάζουμε όπως οι λέξεις που αποσιωπούνται μέσα στα ποιήματα. Εδώ που μεγαλώσαμε. Όπως οι λέξεις μέσα στα ποιήματα. Πίσω μας ο καιρός, μπροστά μας ο καιρός. Αριστερά μας η συνοικία της Αγίας Βαρβάρας. Κάπου μαντεύεται το σπίτι όπου έζησε ο πατέρας. Πίσω μας ο τόπος όπου ήταν οι παράγκες με τους πρόσφυγες. Και το χυτήριο της πρώτης-πρώτης φωτιάς που έμπαινε στο χώμα για να γίνει σχήμα που θα ωθούσε τα καϊκια στο πέλαγος. Μια προπέλα. Ακόμα γυρνάει μέσα στο χώμα και μέσα στη θάλασσα. Μαζί με μυρωδιά ξύλου καθώς χτιζότανε τα καϊκια, μίνιο και φούμο, φωτιά και πάλι φωτιά, φωνές που σέρναν τα σκαριά στο έδαφος κι άλλες φωνές όταν τα σελαγίζανε στο πέλαγος. Κάνει βράδυ στη γενέτειρα. Στα δεξιά μας αχνοφέγγει η πίσω πλευρά (μη ρωτάς γιατί πίσω κι όχι μπροστά) της συνοικίας Παναγία. Εδώ, ένας μικρός κόλπος. Το καρνάγιο, το καλαφάτι, τα καλαφατιά. Όπως θέλεις πες το. Το "εδώ" δεν αναιρείται γιατί προέρχεται από παντού. Εδώ. Στα καλαφατιά. Κάνει βράδυ. Και ψιλοβρέχει. Η μια αλήθεια βγαίνει μέσα από την άλλη αλήθεια και με την κάθε σταγόνα της νυκτός γίνεται καινούργια αλήθεια χαμόγελου και δακρύων.

Εδώ στα καλαφατιά. Με νωπές ακόμα τις χαραμάδες ανάμεσα στα ξύλα των καϊκιών όπου καλαφατίζαν οι μαστόροι, γνωρίζοντας την χαλασία της θάλασσας κι ο ήχος ακουγότανε μέχρι την μνήμη και μέχρι τα κρατητήρια της Ασφάλειας και μέχρι τα πατητήρια του μέλλοντος τώρα με το πικρό κρασί του. Κι εκείνοι καλαφάτιζαν και μίνιαραν και φούμαραν κι έφευγαν για ψαρέματα που σπαρταρούσαν από απελπισμένη ελπίδα. Εδώ. Στο καρνάγιο της γενέτειρας.

Κάνει βράδυ. Στο καφενείο είμαστε τρεις αγαπημένοι. Βράδυ. Αυτός που έρχεται να πάρει παραγγελία είναι νέος. Αμούστακος σχεδόν. Μερακλής όμως για να είναι εδώ. Δεν ξέρει ότι εδώ μεγαλώσαμε, αλλά είναι εδώ. Το καινούργιο απελπισμένο εδώ. Η διάρκεια στο δικαίωμα της ελπιδοφόρου απελπισίας ανάμεσα στην Παναγία και την Αγία Βαρβάρα. Ένας μικρός Άη Νικόλας. Παίρνει την παραγγελία και φεύγει στο δικό του παρελθόν. Μπορείς εύκολα να φύγεις όταν είσαι εδώ.

Το μαγαζί είναι μικρό, σχεδόν ανύπαρκτο. Αν δεν είσαι από την Καβάλα, θα το προσπεράσεις. Οι τρεις μας καθόμαστε κι οι πλώρες των καϊκιών είναι κυριολεκτικά πάνω από τα κεφάλια μας. Οι πλώρες των ερώτων μας. Δεν είναι διακόσμηση. Είναι η απέραντη δημιουργία της δουλειάς. Κρέμονται από τον ουρανό τα καϊκια πάνω από τα κεφάλια μας.

Ζητώ την άδεια να βγω έξω. Να περπατήσω μέσα στο καλαφάτι. Ο νεαρός χαμογελάει. Βγαίνω. Περπατώ ανάμεσα στα καϊκια. Σκοτάδι. Σκοντάφτω στο ακατάστατο έδαφος της μνήμης και σ' αντικείμενα που δεν γνωρίζω. Μιλώ στα παπούτσια μου: να ξέρατε πού σας έφερα... Φτάνω στη θάλασσα. Ψιλοβρέχει. Κρύβομαι κάτω από ένα τεράστιο καϊκι. Ανάβω τσιγάρο. Βλέπω τη θάλασσα. Βλέπω τους αγαπημένους μου απόντες να περπατούν επί των κυμάτων. Επιστρέφω στο καφενείο. Ο νεαρός έχει πιάσει το μπουζούκι. Άλλος ένας με την κιθάρα. Δυο κορίτσια με την ομορφιά τους. Τραγουδάνε. Μόνο ρεμπέτικα. Με αθώα έπαρση καθώς τα καϊκια κρέμονται πάνω από το κεφάλι μας και ισορροπούνε στα ίδια παλιά μπουντέλια τ' ουρανού και της βροχής.

Τραγουδήσαμε κι εμείς οι τρεις: "Χαράματα η ώρα τρεις, θα 'ρθω να σε ξυπνήσω". Δεν ξέρω ποιον, δεν ξέρω τι θα ξυπνήσουμε, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα γίνει.


http://www.avgi.gr/NavigateActiongo.action?articleID=152563

02 January 2009

Είθε ο Νέος Χρόνος.

Το ξέρω. Έχω καταντήσει το blog μου, αντιγραφή των κειμένων του Νίκου Δήμου, αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ να παραθέτω μερικά γραπτά του που μου αρέσουν ιδιαίτερα, όπως το παρακάτω:

Είθε
ο νέος χρόνος
να μας φέρει
λιγότερα

λιγότερο πόνο σε αυτούς που πονούν,
λιγότερο μίσος σε αυτούς που μάχονται,
λιγότερη στέρηση σε όσους στερούνται,
λιγότερο πόλεμο, λιγότερο θάνατο,
λιγότερη καταπίεση, λιγότερη εκμετάλλευση,
λιγότερη δυστυχία και λιγότερη οδύνη.

Κι αν τύχει και φέρει μαζί
λιγότερη αφθονία και λιγότερη απόλαυση
λιγότερο πλούτο και λιγότερη καλοπέραση

Ίσως τότε μας χαρίσει
λιγότερη ελαφρομυαλιά και λιγότερη σπατάλη
λιγότερη επιπολαιότητα
και λιγότερη αυθάδεια.

Ίσως τα λιγότερα
είναι περισσότερα…


http://www.ndimou.gr/newsarticle_gr.asp?news_id=323

31 December 2008

Η Τέλεια Διαδρομή της Πρωτοχρονιάς.


Το κείμενο και η φωτογραφία αυτού του post, προέρχονται από το blog του συγγραφέα Νίκου Δήμου:


Μερικοί λένε ότι έχω παράξενες συνήθειες.


Παράξενες επειδή πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα. Ας πούμε: την Πρωτοχρονιά όλοι οι Έλληνες ξημερώνονται παίζοντας χαρτιά. Εγώ ούτε παίζω, ούτε ξημερώνομαι. (Όχι πως δεν παίζω γενικά – αλλά βαριέμαι το χαζοχαρούμενο χαρτί της Πρωτοχρονιάς…).


Μετά την αλλαγή του χρόνου και τις ευχές, πηγαίνω για ύπνο. Ξυπνάω όμως χαράματα, παίρνω το αυτοκίνητο και ορμάω στους άδειους δρόμους.


Ποτέ δεν είναι οι δρόμοι τόσο άδειοι, όσο το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Οι μισοί άνθρωποι παίζουν ή γλεντάνε και οι άλλοι μισοί έχουν μόλις πάει για ύπνο. Χαράζει η πρώτη μέρα του νέου χρόνου και φαίνεται καινούργια, νιόκοπη, σαν να ήταν η πρώτη μέρα της ζωής σου. (Είναι! Η πρώτη της υπόλοιπης ζωής σου…)


Αχ, αυτή η υπέρτατη ηδονή των άδειων δρόμων! Πόσες φορές μπορεί κανείς να την απολαύσει; Έχεις την αίσθηση ότι είσαι μόνος στον κόσμο, για σένα φτιάχτηκαν οι εθνικές οδοί, τα τοπία, όλος ο πλανήτης σου ανήκει.


Μέσα στο πρωτοχρονιάτικο πρόγραμμά μου είναι να προλάβω την ανατολή του ήλιου από κάποιο ωραίο μέρος. Πράγμα όχι δύσκολο, μια και εκείνες τις μέρες ο ήλιος ανατέλλει αργά και το αυτοκίνητο πηγαίνει γρήγορα.


Αν αργήσω να ξεκινήσω, κατευθύνομαι σε κάποιο από τα βουνά της Αττικής. Είναι εύκολο να δεις την ανατολή από την Πεντέλη, τον Υμηττό, την Πάρνηθα. Όμως συνήθως φεύγω νωρίτερα – μέσα στο μαύρο σκοτάδι – και φτάνω μακριά. Έχω δει τον ήλιο της Πρωτοχρονιάς να ανατέλλει από το Πόρτο Χέλι, τα Καμένα Βούρλα, ακόμα κι από το Πήλιο (στα τρελά μου χρόνια). Όλα αυτά με εκκίνηση από την Αθήνα. Άλλες φορές, με αφετηρία την Θεσσαλονίκη, τον είδα να ξεπροβάλει από την Χαλκιδική και (πολύ όμορφα) από τον Πλαταμώνα. Έχω εγκαινιάσει χρονιές από τον Όλυμπο, τον Χελμό και τον Παρνασσό.


Έτσι πιστεύω πως πρέπει να αρχίζει κάθε καινούργιος χρόνος. Με μία Τέλεια Διαδρομή. Με την αίσθηση της άπλας, του ανοίγματος, της ελευθερίας, που σου χαρίζουν οι άδειοι δρόμοι. Με την θριαμβική απογείωση που σηματοδοτεί μία ανατολή.


Κάθε ανατολή είναι αισιόδοξη – κάθε δύση μελαγχολική. Κι όσο περνάνε τα χρόνια, χρειάζεσαι μεγαλύτερη δόση αισιοδοξίας για να αντισταθμίζεις την κούραση και την φθορά. Παρ’ όλη την οπτιμιστική διάθεση, δεν είναι δυνατόν να αποκρύψεις μέσα σου μία μαύρη σκέψη. Πόσες τέτοιες ανατολές ακόμα; Κι αν είναι η τελευταία;


Εκεί, η απάντηση είναι μία και μοναδική. Μπαίνεις στο αυτοκίνητο, βάζεις τη μουσική στη διαπασών και τέρμα τα γκάζια. Η μόνη απάντηση στη μαυρίλα είναι η δράση. Να περνάνε από την οθόνη του παρμπρίζ τα τοπία – βουνά, θάλασσες, κάμποι. Όλα, τόσο παλιά όσο το σύμπαν και τόσο καινούργια όσο ο νέος χρόνος.


Η Τέλεια Διαδρομή της Πρωτοχρονιάς. Δοκιμάστε την! Αξίζει τον κόπο να θυσιάστε την χαρτοπαιξία και το ξενύχτι (και τον θόρυβο και την τσιγαρίλα) για να δείτε τον νέο χρόνο να ανατέλλει – κυριολεκτικά.


Γίνεται βέβαια και αλλιώς – να ξενυχτίσετε, να χαρτοπαίξετε και μετά, χωρίς να πάτε στο κρεβάτι, να βγείτε για το κυνήγι της ανατολής. (Πρέπει να είστε αρκετά νέος για να το αντέξετε αυτό).


Όμως δεν θα έχετε την φρεσκάδα του πρωινού ξυπνήματος. Θα είστε βαρύς, κουρασμένος και – σίγουρα – λίγο ή περισσότερο πιωμένος. Ε, δεν την χαίρεσαι έτσι σωστά την ανατολή, ούτε την αίσθηση της νέας εκκίνησης.


Πώς καταφέρνουν οι περισσότεροι άνθρωποι να ξυπνάνε την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου αργά το μεσημέρι με πονοκέφαλο, βαρυστομαχιά και κακοδιαθεσία…


Διαφοροποιηθείτε! Πάρτε τον πιστό τετράτροχο φίλο σας και ανοιχτείτε στους άδειους δρόμους. Οδηγείστε με κέφι, ρυθμό, μουσική. Οργώστε κάμπους, στροβιλιστείτε σε αναβάσεις, χαράξτε ροδιές σε ακρογιαλιές! Καλή χρονιά, με πολλούς, ποιητικούς και γρήγορους, πάλλευκους ή κατάμαυρους ίππους!