Το παρακάτω κείμενο το δημοσίευσα ηλεκτρονικά στις 26/08/2012 στο Φόρουμ της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας:
Μόλις γύρισα από ένα locum τριών εβδομάδων σε ένα από τα δύο Κέντρα Υγείας της κωμόπολης Åmål της Σουηδίας. Εμπλεκόμουνα κατά μέσο όρο σε 25 ασθενείς την ημέρα και έβλεπα όλα τα είδη των ασθενών, από βρέφη μερικών μηνών έως γιαγιάδες 100 χρονών που ήταν σε γηροκομείο.
Τα αντιανοικά φάρμακα, οι κλοπιδογρέλες, οι ατορβαστατίνες, τα διφοσφωνικά και τα νεότερα αντιισταμινικά Aerius/Xozal που είδα, μετριούνται συνολικά στα δάκτυλα του ενός χεριού. Εννοείται ότι δεν είδα ούτε μια καλσιτονίνη, ούτε ένα Inegy και ούτε ένα Pradaxa.
Δεν έβλεπα καλά - καλά σαρτάνες. Οι μόνη σαρτάνη που συνταγογραφούνε κάπως συχνά είναι η λοσαρτάνη γιατί πρόσφατα έσπασε η πατέντα της και υπάρχει πια σε αρκετά αντίγραφα.
Δεν είδα ούτε ένα πρωτότυπο Losec, και φυσικά ούτε και ένα Nexium παρόλο που τα φάρμακα αυτά πρωτοανακαλύφτηκαν στην Σουηδία.
Τα γενόσημα αποτελούνε χωρίς υπερβολή πάνω από το 90% της συνολικής συνταγογράφησης.
Μάλιστα όταν πας να συνταγογραφήσεις ηλεκτρονικά κάποιο φάρμακο, βγαίνει μια πράσινη εικόνα που σου λέει ποιό είναι το αντίγραφο του, που έχει την πιο συμφέρουσα τιμή.
Η πιο συνηθισμένη αντιβίωση, με διαφορά, είναι το Kåvepenin (= pcV= το πάλαι ποτέ στην Ελλάδα Ospen). Πάνω από το 50% των αντιβιοτικών θεραπειών είναι pcV. Δεν είδα ούτε μία κλαριθρομυκίνη. Σε περίπτωση αλλεργίας στην pcV, ή σε υποψία μυκοπλάσματος ή χλαμύδιας δίνουν την καταφρονεμένη στην Ελλάδα ερυθρομυκίνη (που αποτελεί πρόγονο της κλαριθρομυκίνης). Δεν είδα τέλος, ούτε ένα Zinacef και ούτε ένα Augmentin (ούτε και αντίγραφά τους).