Το ότι υπάρχουν ασφαλιστικά Ταμεία δεν είναι κάτι το αυτονόητο.
Πριν από 60 χρόνια οι πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν ανασφάλιστοι.
Πρέπει από την πλευρά μας, ως επαγγελματίες υγείας, να προστατεύουμε τα οικονομικά τους, με τον τρόπο μας, αλλιώς θα διαλυθούν.
«Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως κ. Κωνστ. Καραμανλής, φωτογραφούμενος με
μίαν αγρότιδα, κατά την χθεσινήν εορτήν εις το Ζάππειον, κατά την οποίαν
επεδόθησαν τα πρώτα βιβλιάρια συντάξεων εις αγρότας εκ διαφόρων χωρίων
της Ελλάδος» γράφει η λεζάντα πρωτοσέλιδης φωτογραφίας στην «Κ» της 10ης
Ιουνίου 1962.
01/11/2015 Καθημερινή.
του Χρήστου Αναστασίου,
διδάκτωρα Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η
ίδρυση του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) στις 20 Ιουλίου 1961
βάσει του νόμου 4169/1961 και η θεσμοθέτηση της πλήρους ασφάλισης των
αγροτών και της παραγωγής τους αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για την
εξέλιξη του θεσμού των κοινωνικών ασφαλίσεων, ως
ο δεύτερος σταθμός
του ασφαλιστικού συστήματος μετά την ίδρυση του ΙΚΑ, καθώς αφορούσε τον
μισό πληθυσμό της χώρας, που συνεισέφερε το περίπου 35% του ΑΕΠ και
περισσότερο από το 85% των εξαγωγών.
Οι κυβερνήσεις του
Κωνσταντίνου Καραμανλή ενστερνίστηκαν από τα τέλη του 1955 τις διεθνείς
οικονομικές τάσεις που, με πρότυπο την κοινωνική οικονομία της αγοράς,
όπως θεμελιώθηκε στη Δυτική Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του 1950,
απέβλεψαν στη σταθεροποίηση της μεταπολεμικής φιλελεύθερης δημοκρατίας
μέσα από τη δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου, εξέλιξη που
οδήγησε στην εδραίωση του κράτους ευημερίας (welfare state) και τη
διαμόρφωση συνθηκών κοινωνικής ισορροπίας και συναίνεσης.
Με
αυτές τις επιρροές, και βαδίζοντας στην παράδοση του εγχώριου
φιλελεύθερου ριζοσπαστικού ρεύματος, ο Καραμανλής και το επιτελείο του
εφάρμοσαν μία λελογισμένη παρεμβατική πολιτική, με προγραμματικό
χαρακτήρα και ελεγκτικό - ρυθμιστικό περιεχόμενο, καρπός της οποίας
υπήρξε η κατάρτιση του Πενταετούς Οικονομικού Προγράμματος 1960-1964.
Στόχος η έξοδος του αγροτικού τομέα από το περιθώριο
Ο
Καραμανλής γνώριζε ότι το διακύβευμα για τον ίδιο και, κατ’ επέκταση,
για τη χώρα ήταν να έλθει σε ρήξη με τους φαύλους κύκλους της
υπανάπτυξης και της απομόνωσης, μέσα από ριζοσπαστικές αλλαγές σε
πρόσωπα και ιδέες. Η επίτευξη, ωστόσο, της ανάπτυξης δεν αποτελούσε
αυτοσκοπό, αλλά μέσο για την κοινωνική ευημερία, την οποία θα πετύχαινε
με τη διευρυμένη συμμετοχή όλων των κοινωνικών στρωμάτων στο αυξανόμενο
εθνικό εισόδημα. Η μισθολογική και η κοινωνικοασφαλιστική πολιτική
αποτελούσαν τα βασικά όπλα για την επίτευξη αυτού του μείζονος στόχου. Η
βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού, υπό συνθήκες κοινωνικής
δικαιοσύνης, συνιστούσε αναγκαία προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό του
πολιτικού συστήματος, τον σχεδιασμό της οικονομικής και πολιτιστικής
προόδου και την ένταξη της χώρας στην οικογένεια των προηγμένων
δυτικοευρωπαϊκών κρατών.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, αναμενόμενο ήταν το
κυβερνητικό ενδιαφέρον να στραφεί προς τον περιθωριοποιημένο αγροτικό
τομέα. Αλλωστε, ο Καραμανλής, καταγόμενος από την Πρώτη Σερρών και
μεγαλωμένος στα καπνοχώραφα της περιοχής του, γνώριζε από πρώτο χέρι τα
προβλήματα και τις ανάγκες των αγροτών. Εργαζόμενος ως ασφαλιστής, είχε
διατρέξει τη Μακεδονία, παράλληλα με τις σπουδές του, τη διετία
1928-1929. Επιπλέον, είχε επιτελέσει σημαντικό έργο ως υπουργός
Κοινωνικής Πρόνοιας, από τον Νοέμβριο του 1948 έως τον Ιανουάριο του
1950, με επίκεντρο την περίθαλψη, τον επαναπατρισμό και την παραγωγική
αποκατάσταση των πληγέντων από τον εμφύλιο πληθυσμών της υπαίθρου.
Δεν
προκαλεί έκπληξη, συνεπώς, ότι μία από τις πρώτες ενέργειές του ως
πρωθυπουργού ήταν η θέσπιση της ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής
περίθαλψης των αγροτών.
Με μία σειρά νομοθετικών κειμένων, από τον
Δεκέμβριο του 1955 (Ν. 3487/1955) έως τον Αύγουστο του 1957 (Ν.Δ.
3735/1957), η κυβέρνηση Καραμανλή στελέχωσε και εξόπλισε μέχρι το 1960
περίπου 1.200 αγροτικά ιατρεία. Πέραν της ανθρωπιστικής πλευράς του
ζητήματος, ο Καραμανλής συνειδητοποιούσε την ανάγκη λήψης μέτρων για την
ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής: «Η συναίσθησις της κοινωνικής
αδικίας εις βάρος της αγροτικής τάξεως οδηγεί την πλέον συντηρητικήν
αυτήν τάξιν προς επικινδύνους κατευθύνσεις». Εκτοτε, το ζήτημα της
πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης των αγροτών, τον απασχολούσε έντονα.
Πάντοτε, όμως, στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας.
Οι ρυθμίσεις για ανθρώπινο δυναμικό και παραγωγή
Εχοντας
εξαγγείλει, κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της 10ης Ιουνίου 1958, την
πρόθεσή του για ολοκλήρωση του θεσμού της αγροτικής ασφάλισης, ο
Καραμανλής συγκρότησε τον Δεκέμβριο του 1958 πενταμελή επιτροπή
εμπειρογνωμόνων για την εξέταση του ζητήματος. Παράλληλα, προσκάλεσε σε
συμβουλευτικό ρόλο τον Dr. Johannes Krohn, που είχε επιμεληθεί ως
υφυπουργός Εργασίας τη θέσπιση της αγροτικής ασφάλισης στη Δ. Γερμανία
τον Ιούλιο του 1957.
Παρότι ένα προσχέδιο νόμου είχε υποβληθεί στον πρωθυπουργό ήδη τον Σεπτέμβριο του 1958,
η
κατάρτιση του τελικού νομοσχεδίου απαίτησε χρόνο, καθώς οι αρμόδιοι
έπρεπε να αναμείνουν έως τον Απρίλιο του 1960 τη δειγματοληπτική
απογραφή του ελληνικού πληθυσμού, ώστε οι υπολογισμοί τους για τις
χρηματοδοτικές ανάγκες της συνταξιοδότησης των αγροτών να είναι
ακριβείς. Βάσει αυτής, προέκυψαν πάνω από 300.000 δικαιούχοι.
Ενόσω
αυτή η διαδικασία εξελισσόταν, η ΕΔΑ και το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό
Κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου έσπευσαν να καταθέσουν πρόταση νόμου τον
Ιανουάριο του 1960 για την παροχή σύνταξης στους αγρότες, έπειτα από
εσωτερική πληροφόρηση από τον κύκλο του πρωθυπουργού, περί επικείμενης
κατάθεσης νομοσχεδίου για την αγροτική ασφάλιση. Πλέον, η κυβέρνηση,
πέρα από τα πρακτικά προβλήματα που προέκυπταν από τη
θέσπιση της ασφάλισης 4.000.000, άμεσα και έμμεσα, απασχολουμένων με τη γεωργία,
είχε να αντιπαρέλθει και την πίεση της αντιπολίτευσης. Εχοντας στα
χέρια του τα απαραίτητα στοιχεία –το πόρισμα της πενταμελούς επιτροπής,
την έκθεση του Dr. Krohn και τη μελέτη του υπουργείου Γεωργίας περί
ασφάλισης της αγροτικής παραγωγής από φυσικές καταστροφές–
ο Καραμανλής κατέθεσε στη Βουλή στις 18 Νοεμβρίου 1960 νομοσχέδιο με τίτλο «Περί Γεωργικών Κοινωνικών Ασφαλίσεων».
Οι διατάξεις του
προέβλεπαν τη χορήγηση από τον Ιούλιο του 1962 σύνταξης γήρατος,
ασθενείας και θανάτου στους έχοντες υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας
τους, την ολοκλήρωση του δικτύου των αγροτικών ιατρείων και
νοσοκομειακών σταθμών, την αυτοδίκαιη ασφάλιση από 1ης Ιανουαρίου 1961
της παραγωγής από χαλάζι και παγετό, και την ίδρυση του Οργανισμού
Γεωργικών Ασφαλίσεων, που θα αναλάμβανε τη διαχείριση της τριπλής
ασφάλισης των αγροτών. Το συνολικό κόστος σε ετήσια βάση υπολογιζόταν σε
1,2 δισ. δραχμές.
Οι εισφορές
Για να
αντεπεξέλθει στη δαπάνη αυτή, ο ΟΓΑ έπρεπε να διαθέτει ανάλογα έσοδα.
Αυτή η παράμετρος υπήρξε το επίκεντρο οξύτατων αντιδικιών κατά τη
συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, που διήρκεσε έως τον Μάιο του 1961.
Παρά τις εισηγήσεις της αντιπολίτευσης περί δωρεάν ασφάλισης, το
νομοσχέδιο προέβλεπε συμμετοχή των αγροτών στο 1/3 των απαιτούμενων
δαπανών, δεδομένου ότι σε όλες τις χώρες που παρείχαν αγροτικές
συντάξεις, οι ασφαλισμένοι έφεραν το κύριο βάρος της ασφάλισης.
Για
τη μικρή, σε σύγκριση με τα διεθνώς ισχύοντα, εισφορά των αγροτών (2%
του εισοδήματός τους έναντι 4-5% που ίσχυε σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη),
υπήρχαν πρακτικοί οικονομικοί λόγοι για τη βιωσιμότητα ενός Οργανισμού
που κάλυπτε τον μισό πληθυσμό της χώρας. Υπήρχαν, όμως, και ισχυροί
ηθικοί λόγοι: έπρεπε να εμπεδωθεί στους αγρότες ασφαλιστική συνείδηση
και ένα αίσθημα δικαιωματικής παροχής, που θα συνδεόταν με τη συνδρομή
τους στον δικό τους ασφαλιστικό φορέα. «Δεν υπεσχέθημεν διά της
παροχής επιδομάτων να μεταβάλωμεν την Ελλάδα εις ένα απέραντο
Πρυτανείον. Υπεσχέθημεν να αγωνισθώμεν διά την αύξησιν του εισοδήματος
του αγρότου, με μίαν παράλληλον και σύμμετρον ικανοποίησιν των
κοινωνικών του αναγκών», υπογράμμισε με νόημα ο Καραμανλής.
Η
πρόβλεψη της εισφοράς ήταν δίκαιη, γιατί ήταν αναλογική του εισοδήματος
και της περιουσίας των ασφαλισμένων. Παράλληλα, όμως, η κυβέρνηση ήθελε
να καταδείξει στις αστικές κοινωνικές τάξεις, που ευνοούνταν από την
άνοδο του εθνικού εισοδήματος, την ανάγκη συμβολής τους στην ενίσχυση
του εισοδήματος του πρωτογενούς τομέα, της σπονδυλικής στήλης του έθνους
και της δεξαμενής από την οποία αντλούσε τις ηθικές και υλικές του
δυνάμεις, όπως τόνιζε ο πρωθυπουργός.
Συνεχής απασχόληση
Σοβαρό κίνητρο για την εισοδηματική στήριξη της αγροτικής τάξης, ήταν η συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο, ώστε να περιοριστεί η μαζική εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Για τον λόγο αυτό,
η νομοθεσία απαιτούσε συνεχή απασχόληση στις αγροτικές ασχολίες για μία δεκαετία έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους. Τον σκοπό αυτό εξυπηρετούσε και το
αποκεντρωμένο σύστημα που καθιέρωνε ο ΟΓΑ, με την επιτόπια εξυπηρέτηση
των αγροτών από τους περίπου 6.000 γραμματείς των Δήμων και Κοινοτήτων.
Με το σύστημα αυτό, και διαθέτοντας μόλις 300 υπαλλήλους, τα έξοδα
διοίκησης του ΟΓΑ αναλογούσαν στο 2% των εσόδων του.
Η
ολοκλήρωση της αγροτικής ασφάλισης αποτέλεσε διακαή πόθο του Καραμανλή,
που έπρεπε, όμως, να διαμορφώσει πρώτα τις δομές εκείνες που θα
επέτρεπαν την αυτοτελή βιωσιμότητά της. Μάλιστα,
επέμεινε στην ασφάλιση και της παραγωγής,
παρά τις αντιρρήσεις της αντιπολίτευσης και ιδιωτικών ασφαλιστικών
συμφερόντων, καθώς ο κλάδος αυτός αποτελούσε την πιο ουσιώδη καινοτομία
του κυβερνητικού σχεδίου και είχε ήδη μελετηθεί επαρκώς, ώστε να
εξασφαλίζει τον ΟΓΑ από κινδύνους υπέρογκων ζημιών.
Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε στις 6 Μαΐου 1961. Την
ίδρυση του ΟΓΑ στις 20 Ιουλίου 1961
ακολούθησε εντατική εργασία, με την εφαρμογή καινοτόμων μεθόδων και
ηλεκτρονικής μηχανογράφησης, με τη συμβολή του ηλεκτρονικού υπολογιστή
του Κέντρου Ερευνών Εθνικής Αμυνας, ώστε να καταγραφεί ο ακριβής αριθμός
των ασφαλισμένων και να οργανωθεί έγκαιρα ο Οργανισμός.
Η απονομή των πρώτων βιβλιαρίων συνταξιοδότησης σε εκπροσώπους των περίπου 305.000 δικαιούχων
τελέστηκε στο Ζάππειο Μέγαρο στις 9 Ιουνίου 1962 από τον ίδιο τον
Καραμανλή, ο οποίος τόνισε την ικανοποίησή του για την ευόδωση της
«μακράς προσδοκίας» του για την ασφάλιση των αγροτών.
Επίτευγμα με διεθνή αναγνώριση
Η
καθ’ ολοκληρίαν ασφαλιστική κάλυψη του αγροτικού πληθυσμού (περίθαλψη,
συνταξιοδότηση, ασφάλιση παραγωγής) κατέστησε τον ΟΓΑ πρωτοποριακό σε
διεθνές επίπεδο ασφαλιστικό οργανισμό, καθώς κατάφερε να υλοποιήσει μία
δύσκολα υλοποιήσιμη οικονομική και κοινωνική διαδικασία: την αυτόματη
μεταφορά εισοδήματος από τον αστικό στον αγροτικό πληθυσμό μέσω
φορολογίας και κοινωνικών πόρων. Το εγχείρημα προκάλεσε το διεθνές
ενδιαφέρον, με αρκετές κυβερνήσεις να στέλνουν αξιωματούχους τους στην
Ελλάδα, οι οποίοι εγκωμίαζαν την ορθολογική οργάνωση και
αποτελεσματικότητα του νέου οργανισμού.
Ο Αμερικανός
εμπειρογνώμονας Robert Myets επεσήμανε την ιδιοφυή επίλυση των
διοικητικών προβλημάτων από τον ΟΓΑ και τόνισε ότι «το πρόγραμμα αυτό θα
άξιζε να τύχει σημαντικού ενδιαφέροντος από άλλες χώρες, που επιζητούν
να παράσχουν οικονομική ασφάλεια στους αγροτικούς πληθυσμούς».
Ηταν
η εποχή που το ελληνικό κράτος μπορούσε, χάρις σε μία αναμορφωμένη και
αποτελεσματική οικονομική και κοινωνική διοίκηση, να αποτελεί υπόδειγμα
εισαγωγής ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων.
http://www.kathimerini.gr/837085/article/epikairothta/ellada/agrotikh-koinwnikh-asfalish