22 February 2025

Ποιος εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη;


Του Παντελή Καψή.

Ποιος εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη;

Φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει Έλληνας ο οποίος να έχει «τυφλή εμπιστοσύνη» στη Δικαιοσύνη. Πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι δικαστές οι οποίοι κατά καιρούς έχουν προχωρήσει σε απίστευτες αλληλοκαταγγελίες. Έστω κι έτσι ωστόσο αν προσωπικά μου δινόταν 100 φορές η επιλογή να δικαστώ από κανονικό δικαστήριο ή από το λαϊκό δικαστήριο της Πλατείας, θα διάλεγα και τις εκατό φορές το δικαστήριο. Η Δικαιοσύνη βλέπετε είναι όπως και η Δημοκρατία: παρά τις ατέλειές της, άλλο σύστημα δεν έχουμε. Τουλάχιστον αν θέλουμε να παραμείνουμε κράτος του νόμου.

Υποθέτω ότι το ίδιο θα έκαναν και όλοι όσοι σήμερα καταγγέλλουν τη δικαιοσύνη. Μόνο για τους εαυτούς τους ωστόσο, διότι για τους άλλους είναι έτοιμοι να βγάλουν την ετυμηγορία στα κοινωνικά δίκτυα και στο δρόμο. Κι όταν αυτό αφορά τον Κλίντον με λαϊκό δικαστή τον Καζάκο, μικρό το κακό. Όταν ωστόσο δεν αφορά εκπροσώπους του αμερικανικού ιμπεριαλισμού αλλά συγκεκριμένα πρόσωπα τα οποία βαρύνονται με πραγματικές κατηγορίες τότε τα πράγματα σοβαρεύουν. Γιατί τότε δεν μιλάμε για δικαιοσύνη αλλά για λιντσάρισμα. Και για να πάμε στην τραγωδία των Τεμπών, υποθέτω και πάλι ότι πρώτοι οι οποίοι θέλουν να αποδοθεί δικαιοσύνη, να προκύψει η αλήθεια δηλαδή σε όλες της τις διαστάσεις, είναι οι συγγενείς των νεκρών. Κι αν μπορεί, που δεν μπορεί, να δικαιωθεί με κάποιο τρόπο ο θάνατος των συγγενών τους, αυτό θα γίνει μόνο αν από τη διαδικασία οι σιδηρόδρομοι γίνουν πιο ασφαλείς ώστε να μην επαναληφθεί ένα τέτοιο δυστύχημα. Να καταλάβουμε δηλαδή τα πραγματικά αίτια και κατ’ επέκταση τους ενόχους.

Να όμως που αυτή η διαδικασία έχει ήδη υπονομευτεί. Γιατί βέβαια όσοι βγαίνουν σήμερα και αμφισβητούν τη δικαιοσύνη, όσοι υποστηρίζουν υποκριτικά ότι δεν της δίνουμε λευκή κάρτα, δεν κάνουν μια γενική θεωρητική τοποθέτηση με την οποία ουδείς μπορεί να διαφωνήσει. Στην πραγματικότητα αμφισβητούν εκ των προτέρων τις αποφάσεις της και την αντικειμενικότητα των ενεργειών που έχουν ήδη γίνει. Θέλουν σώνει και καλά να κατανείμουν τις ευθύνες όπως τους βολεύει. Και το κάνουν όχι επειδή έχουν κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο αλλά με την επίκληση γενικώς της έλλειψης εμπιστοσύνης. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια πολιτική παρέμβαση με προφανείς σκοπιμότητες: να συντηρηθεί το κλίμα της αμφισβήτησης και της τοξικότητας.

Το ίδιο υποκριτική είναι η επίκληση της ανάγκης για πλήρη διαλεύκανση των αιτίων θανάτου του γιου της εισαγγελέως Λάρισας. Μετά τον θόρυβο που έγινε και τις δηλώσεις της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, αναγκάστηκε να απαντήσει ο αρχηγός του Σύριζα κ. Φάμελλος για την κατηγορία ότι χωρίς στοιχεία επιχειρεί να συνδέσει τον θάνατο με τα Τέμπη. Όχι, είπε, εγώ απλώς αναφέρθηκα στα ερωτήματα που υπάρχουν «στην κοινωνία». Υπάρχει νόμος που το απαγορεύει, διαρωτήθηκε ως αθώα περιστερά. Εννοεί φυσικά τα ερωτήματα των τρολ του διαδικτύου. Τα οποία ως απλός γραμματοκομιστής να υποθέσουμε, απλώς ζητά να απαντηθούν. Ούτε αυτός δηλαδή, αρχηγός πολιτικού κόμματος, έκανε πολιτική παρέμβαση, αναδεικνύοντας  δηλητηριώδη υπονοούμενα που οδηγούν την πολιτική αντιπαράθεση σε ακόμα μεγαλύτερη οξύτητα. Ποιον κοροϊδεύει;

Μέσα σε αυτό το τοξικό κλίμα διοργανώνονται την επόμενη εβδομάδα διαδηλώσεις για τα Τέμπη. Στη σχετική αφίσα διαβάζουμε ότι το αίτημα είναι «Δικαιοσύνη». Δυσκολεύομαι να δω πώς μπορεί να βοηθήσουν τη δικαιοσύνη, ιδίως από τη στιγμή που βρίσκονται σε εξέλιξη οι σχετικές διαδικασίες. Πολύ περισσότερο όταν σε αυτές τις διαδηλώσεις δεν εκφράζεται για παράδειγμα η υποστήριξη στα όργανα της δικαιοσύνης -και τι νόημα θα είχε άλλωστε- αλλά επιχειρείται από πολλές και διαφορετικές πλευρές να επιβληθεί η δική τους αντίληψη για το τι συνιστά δικαιοσύνη. Άλλοτε καλοπροαίρετα, άλλοτε με προφανείς σκοπιμότητες, πολύ συχνά με αναπαραγωγή αναπόδεικτων και ακραίων θεωριών για το τι έχει συμβεί.

Ας μην κρυβόμαστε λοιπόν και πάλι πίσω από το δάκτυλό μας ωστόσο. Το κεντρικό αίτημα των διαδηλώσεων έχει πάψει προ πολλού να είναι η δικαιοσύνη, ό,τι και αν πιστεύουν οι συμμετέχοντες. Το έχουν απαγάγει εδώ και καιρό συγκεκριμένοι φορείς και κόμματα με μοναδικό στόχο να αξιοποιήσουν για το δικό τους συμφέρον τον εύλογο θυμό των πολιτών. Άλλωστε δεν το κρύβουν, μόλις προχθές μιλούσαν για κίνημα ανατροπής ενώ ο Φάμελλος ζητούσε να συμπέσουν οι διαδηλώσεις με την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας. Ακόμα και για διακοπή της διαδικασίας εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας ακούσαμε. Έχει ενδιαφέρον μάλιστα ότι όλα αυτά γίνονται όχι μόνο πριν από τη δίκη αλλά πριν καν κατατεθούν τα πορίσματα της αρμόδιας αρχής των σιδηροδρόμων και του Πολυτεχνείου. Ποιος χρειάζεται τέτοιες πολυτέλειες, θα πείτε.

Η κυβέρνηση έχει χωρίς αμφιβολία ευθύνες για όλα αυτά. Δικά της λάθη συνέβαλαν στην έκρηξη του θυμού. Το ερώτημα ωστόσο είναι αν εμείς θέλουμε να επιστρέψει η πολιτική αντιπαράθεση στους δρόμους, με όρους αγανακτισμένων και με τις κατηγορίες για «συγκάλυψη» από τη «συμμορία του Μαξίμου». Αν αντέχουμε αυτή την επιστροφή στην εσωστρέφεια και στην αβεβαιότητα σε μια περίοδο τεκτονικών αλλαγών γύρω μας και με τη χώρα ακόμα να εξαρτάται από την «καλοσύνη των ξένων». Αν θέλουμε να δικαιωθεί το κύμα του «αντισυστημισμού» το οποίο σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, τελευταία έχει αποκτήσει πέραση. Αν μας αξίζει να δικαιωθεί ξανά αυτού του τύπου η αντιπολίτευση η οποία στηρίζεται στην άρνηση και στη μισαλλοδοξία. Με δυο λόγια αν θέλουμε να ξαναζήσουμε καταστάσεις που σχετικά πρόσφατα ζήσαμε, με γνωστά αποτελέσματα. Αν μάθαμε κάτι ή προχωράμε ακάθεκτοι να κάνουμε τα ίδια λάθη.

No comments: