24/01/2016 Καθημερινή.
Συνέντευξη του Στρατή Ψάλτου στον Αντώνη Παγκράτη.
Συνέντευξη του Στρατή Ψάλτου στον Αντώνη Παγκράτη.
Σε μια εποχή κατά την οποία οι θρησκείες φαίνεται να
συμμετέχουν καθοριστικά στη χάραξη διεθνών και εθνικών πολιτικών, τι ρόλο
παίζει η ορθόδοξη πίστη; Σε ποιο βαθμό οι «γέροντες» του Αγίου Ορους συνιστούν
«παραδειγματικό βίο», όπως ονομάζονται οι βίοι των Αγίων στην ορθόδοξη
παράδοση; Υφίστανται και λειτουργούν άραγε ως υπόδειγμα συμφιλίωσης με την
έλλειψη της οποιασδήποτε εγωκεντρικής ικανοποίησης ή έχουν διολισθήσει σε
πρακτικές ικανοποίησης ατομικών και συλλογικών φαντασιώσεων για δύναμη και
ηδονή; Τι σχέση έχει με όλα αυτά ο γέροντας Παΐσιος;
Ερωτήματα και μερικές απαντήσεις σε ζητήματα που, αν και
υποσυνειδήτως, επηρεάζουν σημαντικά την καθημερινότητά μας, αφού αποτελούν και
κρυφές αιτίες της ελληνικής κρίσης, σε μια συζήτηση με τον Στρατή Ψάλτου,
θεολόγο και συγγραφέα, στον χώρο της βιβλιοθήκης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής
Αθηνών: ένα νεοκλασικό δημιούργημα του Χριστιανού Χάνσεν στην περιοχή του
Ψυρρή, το οποίο οικοδομήθηκε πάνω στα θεμέλια του ενοριακού ναού της Αγίας
Ελεούσης, υπήρξε έδρα του Κακουργοδικείου το 1835, αστυνομικός σταθμός,
ληξιαρχείο και αποθήκες μέχρι που περιήλθε στην Εκκλησία της Ελλάδος και
αποκαταστάθηκε με δωρεά του Ιδρύματος «Σταύρος Σ. Νιάρχος».
– Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Φρόυντ και στον Λακάν;
– Ο Φρόυντ στηρίζεται στην κατανόηση του ψυχικού γίγνεσθαι μιλώντας για ένστικτα, ενώ ο Λακάν μιλώντας πια για συγκρότηση του υποκειμένου μέσα στη γλώσσα και με την αναφορά του στη θεμελιώδη φαντασίωση ως βασικό συστατικό του ασυνειδήτου. Η συγκρότηση του υποκειμένου με αναφορά στον βιολογικό παράγοντα και στα ένστικτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβεβαιώνεται πια από την εμπειρία, αλλά μέσα στη γλώσσα και σε σχέση με τη φαντασίωση. Γιατί η θεμελιώδης φαντασίωση είναι η πρωταρχική φαντασίωση μέσα στην οποία συγκροτείται το ανθρώπινο υποκείμενο σε σχέση με το πρωταρχικό σημαίνον του άλλου, τη μητέρα. Είναι μια πρωταρχική φαντασίωση πληρότητας δύναμης και ηδονής και πρέπει να γίνει κατανοητή, όχι ως μία καθολική αναλυτική αρχή αλλά ως μία σταθερή δυνατότητα του ψυχικού γίγνεσθαι, που ενεργοποιείται από κάποιους πολιτισμικούς λόγους μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, οι οποίοι λειτουργούν στην υπηρεσία της ή ενδεχομένως αμβλύνεται από κάποιους άλλους, που εξυπηρετούν ένα είδος διέλευσής της.
– Η διέλευση τι είναι;
– Διέλευση είναι να συμφιλιωθούμε με την έλλειψη. Δηλαδή, να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας όχι στον τόπο που επιδιώκει την πληρότητα, αλλά στον τόπο όπου συμφιλιώνεται με ένα είδος πένθους οπότε η πληρότητα αυτή δεν υπάρχει. Οτι αναπόφευκτα πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με την αρρώστια, την απουσία, τον θάνατο.
Οι μοναχοί
– Πώς σχετίζονται τώρα οι μοναχοί της Ορθοδοξίας με αυτούς τους όρους;
– Πριν από 50 χρόνια περίπου οι γέροντες κι ένα ολόκληρο λεξιλόγιο της ασκητικής παράδοσης απουσίαζαν μέσα από το στερέωμα της θρησκευτικής και ευρύτερης κοινωνικής ζωής, κυρίως της μεταπολεμικής περιόδου μέχρι την πτώση της δικτατορίας, όπου επικρατούν χριστιανικές οργανώσεις, όπως η «Ζωή». Ο ανερχόμενος λόγος αμφισβήτησης (Κόντογλου, Νεορθοδοξία), προκαλεί στις οργανώσεις ένα είδος κρίσης και απώλειας ανθρώπων, κάποιοι εκ των οποίων στρέφονται στο Αγιον Ορος, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εδραίωση του γεροντισμού ως τη σημαντικότερη μορφή θρησκευτικού λόγου στη σύγχρονη Ελλάδα. Ετσι, έρχεται στην επιφάνεια το ασκητικό λεξιλόγιο. Μια από τις βασικές κατηγορίες του είναι η κατηγορία της μετάνοιας, ως αλλαγής του κέντρου της επιθυμίας, ως υπέρβαση της εγωκεντρικής ικανοποίησης και πληρότητας του ανθρώπου. Η μετάνοια ως ένας τρόπος, μέσω της άσκησης, αναγνώρισης του υποκειμένου στον τόπο της έλλειψης φέρνει το υποκείμενο πιο κοντά στον άλλον που βρίσκεται σε μια παρόμοια εμπειρία και από μια ανταγωνιστική σχέση δημιουργεί μια κατάσταση συγχώρησης, δηλαδή περιχώρησης.
– Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Φρόυντ και στον Λακάν;
– Ο Φρόυντ στηρίζεται στην κατανόηση του ψυχικού γίγνεσθαι μιλώντας για ένστικτα, ενώ ο Λακάν μιλώντας πια για συγκρότηση του υποκειμένου μέσα στη γλώσσα και με την αναφορά του στη θεμελιώδη φαντασίωση ως βασικό συστατικό του ασυνειδήτου. Η συγκρότηση του υποκειμένου με αναφορά στον βιολογικό παράγοντα και στα ένστικτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβεβαιώνεται πια από την εμπειρία, αλλά μέσα στη γλώσσα και σε σχέση με τη φαντασίωση. Γιατί η θεμελιώδης φαντασίωση είναι η πρωταρχική φαντασίωση μέσα στην οποία συγκροτείται το ανθρώπινο υποκείμενο σε σχέση με το πρωταρχικό σημαίνον του άλλου, τη μητέρα. Είναι μια πρωταρχική φαντασίωση πληρότητας δύναμης και ηδονής και πρέπει να γίνει κατανοητή, όχι ως μία καθολική αναλυτική αρχή αλλά ως μία σταθερή δυνατότητα του ψυχικού γίγνεσθαι, που ενεργοποιείται από κάποιους πολιτισμικούς λόγους μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, οι οποίοι λειτουργούν στην υπηρεσία της ή ενδεχομένως αμβλύνεται από κάποιους άλλους, που εξυπηρετούν ένα είδος διέλευσής της.
– Η διέλευση τι είναι;
– Διέλευση είναι να συμφιλιωθούμε με την έλλειψη. Δηλαδή, να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας όχι στον τόπο που επιδιώκει την πληρότητα, αλλά στον τόπο όπου συμφιλιώνεται με ένα είδος πένθους οπότε η πληρότητα αυτή δεν υπάρχει. Οτι αναπόφευκτα πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με την αρρώστια, την απουσία, τον θάνατο.
Οι μοναχοί
– Πώς σχετίζονται τώρα οι μοναχοί της Ορθοδοξίας με αυτούς τους όρους;
– Πριν από 50 χρόνια περίπου οι γέροντες κι ένα ολόκληρο λεξιλόγιο της ασκητικής παράδοσης απουσίαζαν μέσα από το στερέωμα της θρησκευτικής και ευρύτερης κοινωνικής ζωής, κυρίως της μεταπολεμικής περιόδου μέχρι την πτώση της δικτατορίας, όπου επικρατούν χριστιανικές οργανώσεις, όπως η «Ζωή». Ο ανερχόμενος λόγος αμφισβήτησης (Κόντογλου, Νεορθοδοξία), προκαλεί στις οργανώσεις ένα είδος κρίσης και απώλειας ανθρώπων, κάποιοι εκ των οποίων στρέφονται στο Αγιον Ορος, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εδραίωση του γεροντισμού ως τη σημαντικότερη μορφή θρησκευτικού λόγου στη σύγχρονη Ελλάδα. Ετσι, έρχεται στην επιφάνεια το ασκητικό λεξιλόγιο. Μια από τις βασικές κατηγορίες του είναι η κατηγορία της μετάνοιας, ως αλλαγής του κέντρου της επιθυμίας, ως υπέρβαση της εγωκεντρικής ικανοποίησης και πληρότητας του ανθρώπου. Η μετάνοια ως ένας τρόπος, μέσω της άσκησης, αναγνώρισης του υποκειμένου στον τόπο της έλλειψης φέρνει το υποκείμενο πιο κοντά στον άλλον που βρίσκεται σε μια παρόμοια εμπειρία και από μια ανταγωνιστική σχέση δημιουργεί μια κατάσταση συγχώρησης, δηλαδή περιχώρησης.
– Αυτό δεν συνέβαινε από το 1900 και πριν μέχρι τον 4ο
αιώνα, δηλαδή για 17 αιώνες;
– Δεν είναι του παρόντος μια αναδρομή της περιπέτειας του Ορθόδοξου ασκητικού λόγου από τον 4ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού. Αναφέρομαι απλώς σε ένα δεδομένο, ότι μέσα στον 10ο αιώνα ο λόγος αυτός ήταν παρηκμασμένος και αναδύθηκε από το 1950 και μετά, παρά εξαιρέσεις, όπως το φιλοκαλικό κίνημα των Κολλυβάδων, όπου έγινε μια προσπάθεια επαναφοράς αυτού του λόγου. Ο ασκητικός λόγος επιχειρεί να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με την έλλειψη αλλά η θεμελιώδης φαντασίωση έχει τρόπους να ανακαταλαμβάνει το έδαφος ακόμα κι εκεί που φαινομενικά έχει κατά κάποιο τρόπο επιτευχθεί μια διέλευσή της. Ετσι, με την αναγέννηση του ασκητικού λόγου και με την κατηγορία της μετάνοιας, έχουμε παρόλα αυτά μέσα στο ίδιο λεξιλόγιο κατηγορίες, που αντί να είναι στην υπηρεσία μιας διέλευσης της επιθυμίας για πληρότητα, ουσιαστικά έρχονται να μπουν ξανά στην υπηρεσία της. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η κατηγορία του χαρίσματος και των χαρισματούχων γερόντων, που δύνανται να βλέπουν ή να κάνουν τα πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο δημοφιλέστερος ήρωας των σύγχρονων γεροντικών αφηγήσεων είναι ο γέροντας Παΐσιος, ο οποίος είναι γνωστός για το χάρισμά του να κάνει θαύματα, δηλαδή να έρχεται αντιμέτωπος με την έλλειψη που δημιουργεί η ασθένεια και να την εξαλείφει. Ή να προβλέπει την επανάκτηση της Πόλης, το διαχρονικό συλλογικό τραύμα μέσα στη συλλογική μνήμη, να προβλέπει την εξάλειψή του.
– Δεν είναι του παρόντος μια αναδρομή της περιπέτειας του Ορθόδοξου ασκητικού λόγου από τον 4ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού. Αναφέρομαι απλώς σε ένα δεδομένο, ότι μέσα στον 10ο αιώνα ο λόγος αυτός ήταν παρηκμασμένος και αναδύθηκε από το 1950 και μετά, παρά εξαιρέσεις, όπως το φιλοκαλικό κίνημα των Κολλυβάδων, όπου έγινε μια προσπάθεια επαναφοράς αυτού του λόγου. Ο ασκητικός λόγος επιχειρεί να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με την έλλειψη αλλά η θεμελιώδης φαντασίωση έχει τρόπους να ανακαταλαμβάνει το έδαφος ακόμα κι εκεί που φαινομενικά έχει κατά κάποιο τρόπο επιτευχθεί μια διέλευσή της. Ετσι, με την αναγέννηση του ασκητικού λόγου και με την κατηγορία της μετάνοιας, έχουμε παρόλα αυτά μέσα στο ίδιο λεξιλόγιο κατηγορίες, που αντί να είναι στην υπηρεσία μιας διέλευσης της επιθυμίας για πληρότητα, ουσιαστικά έρχονται να μπουν ξανά στην υπηρεσία της. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η κατηγορία του χαρίσματος και των χαρισματούχων γερόντων, που δύνανται να βλέπουν ή να κάνουν τα πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο δημοφιλέστερος ήρωας των σύγχρονων γεροντικών αφηγήσεων είναι ο γέροντας Παΐσιος, ο οποίος είναι γνωστός για το χάρισμά του να κάνει θαύματα, δηλαδή να έρχεται αντιμέτωπος με την έλλειψη που δημιουργεί η ασθένεια και να την εξαλείφει. Ή να προβλέπει την επανάκτηση της Πόλης, το διαχρονικό συλλογικό τραύμα μέσα στη συλλογική μνήμη, να προβλέπει την εξάλειψή του.
– Οι Δυτικοί έχουν επιλύσει το ζήτημα ή όχι;
– Ενώ οι περισσότερες δυτικές χώρες επιδιώκουν την
ικανοποίηση της θέλησης για δύναμη με οργανωμένους και παραγωγικούς τρόπους,
εμείς την επιδιώξαμε με έναν τρόπο που βασιζόταν εν μέρει στην παραγωγή και εν
μέρει στη διαφθορά και στον δανεισμό, με αποτέλεσμα και το σημερινό οικονομικό
αδιέξοδο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι γέροντες και ο λόγος του χαρίσματος δεν
κατάφεραν να αποτελέσουν ένα είδος εναλλακτικού αντίποδα, αντιθέτως έδειξαν να
λειτουργούν με έναν τρόπο συνάφειας. Ενώ όταν πρωτοεμφανίστηκε, τη δεκαετία του
’50 ή με τη μορφή των νεορθοδόξων, φαινόταν να υπόσχεται μια πολιτισμική
αντίσταση, τελικά αποδείχθηκε από το ’80 και μετά και με την κυριαρχία του
χαρίσματος, να έρχεται να εξυπηρετήσει μια σειρά ατομικών και συλλογικών
φαντασιώσεων για δύναμη κι απόλαυση, είτε της κοινωνικής πλειονότητας που
αρχίζει να έρχεται σε επαφή με τους γέροντες, διότι ο γεροντισμός έχει καταστεί
πια η κυρίαρχη μορφή του θρησκευτικού λόγου στην Ελλάδα, είτε και των ίδιων των
γερόντων, οι οποίοι αρχίζουν και διαπλέκονται με την οικονομική και πολιτική
ελίτ και τις παθογένειές της, με αποτέλεσμα να συνδεθούν και με σκάνδαλα. Εν
κατακλείδι, ενώ οι γέροντες θα μπορούσαν να συμβάλουν σε ένα είδος εναλλακτικής
οργάνωσης της επιθυμίας απέναντι στο παιχνίδι της θέλησης για δύναμη, όπως
ενσαρκώνεται λ.χ. στον προτεσταντισμό και τις αντίστοιχες εκκοσμικευμένες
πραγματικότητες, ουσιαστικά συνέβαλαν στο να παραμείνει η ελληνική κοινωνία
στον ρόλο ενός παρία μέσα στο παιχνίδι της δύναμης.
Ποιος είναι
O Στρατής Ψάλτου γεννήθηκε στη Μυτιλήνη, σπούδασε στη
Θεολογική Σχολή Αθηνών και διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση. Κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του ’90 παρακολούθησε τις παραδόσεις του Στέλιου Ράμφου για τη
Φιλοκαλία και τους πλατωνικούς διαλόγους του Φαίδρου και της Πολιτείας. Εκανε
μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του University College
of London, με το πρόγραμμα Erasmus και του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στο οποίο
εκπόνησε με υποτροφία του ΙΚΥ και την επίβλεψη του καθηγητή Ευθύμιου
Παπαταξιάρχη τη διδακτορική διατριβή του με θέμα τους Γέροντες του Αγίου Ορους
στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Εχει συμμετάσχει στη συγγραφή συλλογικών έργων,
μεταξύ των οποίων το Θρησκειολογικό Λεξικό με την επιμέλεια του καθηγητή Μάριου
Μπέγζου από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Από τις εκδόσεις Νεφέλη πρόκειται
να κυκλοφορήσει το βιβλίο του «Στη σκιά της θεμελιώδους φαντασίωσης».