Το παρακάτω κείμενο είναι η ομιλία λήξης στο Πανελλήνιο Ιατρικό Συνέδριο του 2009,
την οποία έγραψε και προσφώνησε ο συγγραφέας Νίκου Δήμου.
Ο Νίκος Δήμου είναι παντρεμένος με την διαβητολόγο Μαριάννα Μπενρουμπή η οποία εργάζεται στο ΕΣΥ.
Το να είναι κανείς σύζυγος ιατρού είναι σίγουρα διαφορετικό από το να έχει παντρευτεί (ή νυμφευθεί) συμβολαιογράφο. Κανένα συμβολαιογράφο δεν τον σηκώνουν από το κρεβάτι τα χαράματα. Επί πλέον οι περισσότεροι συμβολαιογράφοι κερδίζουν απείρως πιο πολλά χρήματα από τους γιατρούς. (Εξαιρούνται μερικές χειρουργικές ειδικότητες).
Επίσης το επάγγελμα του γιατρού δεν κληρονομείται όπως του συμβολαιογράφου (εξαιρούνται μερικές πανεπιστημιακές έδρες). Συγγνώμη – είπα «επάγγελμα»;. Κακώς. Ξέχασα ότι στον χώρο της ιατρικής το να είναι κάποιος επαγγελματίας θεωρείται αρνητικό. Αντίθετα με άλλους κλάδους όπου το να είσαι επαγγελματίας είναι προτέρημα. Ένας υδραυλικός μπορεί να είναι «καλός επαγγελματίας», «σωστός επαγγελματίας». Αν το πείτε αυτό για ένα γιατρό είναι σαν να τον βρίζετε. Οι ψυχοψάχτες εξ υμών ας το αναλύσουν.
‘Ένα από τα μειονεκτήματα του να είσαι σύζυγος γιατρού είναι ότι όσοι δεν τολμούν ή δεν θέλουν να ρωτήσουν εκείνον (ή εκείνη) ρωτάνε εσένα. «Δεν μπορεί» σκέπτονται, «τόσα χρόνια μαζί κάτι θα έχει μάθει…». «Το ένα σαράντα πέντε είναι ψηλό ζάχαρο;» ρωτάει έτσι αχνά και αδιάφορα κάποιος στη δεξίωση. «Δεν ξέρω αν είναι ψηλό – πάντως στρατό δεν πας άμα είσαι ένα και σαράντα πέντε» είναι η σωστή απάντηση.
Σύζυγος ιατρού σημαίνει: θα κάνεις παρέα με γιατρούς και θα ακούς όλο το βράδυ ιατρικά περιστατικά. Κάποια στιγμή ένας θα πει: ας μιλήσουμε και για κάτι άλλο. Θα πέσουν δύο κουβέντες για πολιτική ή για ποδόσφαιρο και μετά ένας θα αναφωνήσει: «Σήμερα μου έφεραν ένα καταπληκτικό έμφραγμα!». Δεν συνιστώ σε υποχόνδριους να παντρευτούν γιατρό – δεν θα προλαβαίνουν να συλλέγουν συμπτώματα, διαγνώσεις και θεραπείες.
Το μονίμου και αποκλειστικής απασχολήσεως έχει άλλο ένα μειονέκτημα: ότι η δουλειά και η επιστήμη απορροφούν τόσο τον σύντροφο-ιατρό που έχει ελάχιστο χρόνο για σένα και την οικογένεια. Απορώ μερικές φορές όταν μαθαίνω για γιατρούς που ασκούν παράλληλα ένα χόμπι ή έχουν δεύτερη απασχόληση. Πότε προλαβαίνουν; Μόνο η διαρκής ενημέρωση που απαιτεί η συνέχεια εξελισσόμενη επιστήμη τους είναι αρκετή για να τους αλλοτριώσει τελείως. Η ιατρική πρέπει να είναι ένα από τα πιο απαιτητικά και χρονοβόρα επαγγέλματα – πράγμα που έχει επιπτώσεις στην οικογενειακή ζωή. Δύσκολο π.χ. ο σύντροφος ιατρός να παρακολουθεί την δική σου πορεία και τις δικές σου δραστηριότητες.
Ωστόσο υπάρχουν και τα φωτεινά διαλείμματα – π. χ. τα ιατρικά συνέδρια. Έχουν βέβαια γίνει ολίγον βιομηχανία – και είναι τόσα πολλά που θα μπορούσαν και αυτά να γίνουν αποκλειστική απασχόληση.
Εκεί, αν παραστείς ως συνοδόν μέλος, χάνεις εντελώς την προσωπικότητά σου. Μία και η συμμετοχή και η διαμονή έχουν κλειστεί στο όνομα του (της) συζύγου αλλάζεις κι εσύ όνομα. Εγώ π.χ. κυκλοφορώ διεθνώς ως κύριος Μπενρουμπής. Ενίοτε αυτό έχει περίεργα αποτελέσματα…
…όπως στην ιστορία με τον μασέρ που αφού εμάλαξε επί σαράντα πέντε λεπτά τον «κύριο Μπενρουμπή» (προσφορά στα συνοδά μέλη από την εταιρία που μας φιλοξενούσε στο «Θέρμαι Σύλλα») του ψιθύρισε στ’ αυτί: «Ώστε κυκλοφορούμε ινκόγκνιτο, κύριε Δήμου!».
Πέρα από αυτά τα ευτράπελα, η ζωή με ένα γιατρό σε μαθαίνει πολλά πράγματα. Όχι μόνο ιατρικά. Γιατί, πώς να το κάνουμε, ένας θεράπων, στην σωστή του εκδοχή, είναι ο πιο κοντινός συνάνθρωπος. Αυτός θα σε φέρει στον κόσμο, αυτός θα είναι κοντά σου όταν πονάς και αυτός θα σου κλείσει τα μάτια. Στις πιο αποφασιστικές, τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής, θα αναζητήσει κανείς ένα γιατρό. Είναι ένα λειτούργημα της ανάγκης κι αυτό κάνει την ευθύνη ενός γιατρού πολύ μεγαλύτερη.
Ζώντας με ένα γιατρό, ζεις από κοντά την ιστορία του ανθρώπινου πόνου. Είναι μία εμπειρία που σε καθορίζει. Από τις καθημερινές αφηγήσεις περνάνε συχνά μικρά ή μεγάλα δράματα. Καμιά φορά τα νιώθεις περισσότερο εσύ ο εξωτερικός παρατηρητής από τον ίδιο τον γιατρό που είναι βυθισμένος στην ευθύνη του.
Από παιδί είχα περίεργη σχέση με τους γιατρούς. Η μητέρα μου, χρόνια άρρωστη, ζούσε από και με αυτούς. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που μύριζε φάρμακα, που περίμενε τον γιατρό ή τον θάνατο. Περπατούσα στην μύτη των ποδιών και ευχόμουνα να περάσει και αυτή η κρίση. Ο γιατρός ήταν η ένδειξη της ασθένειας αλλά και η έξοδος από αυτή. Έτσι στο παιδικό μου μυαλό ταυτίστηκε και με την οδύνη της αρρώστιας και με την υπέρβασή της. Μόνο που επειδή η αρρώστια ήταν χρόνια, η θεραπεία δεν ήταν ποτέ οριστική.
Αυτή η αίσθηση της υποβόσκουσας ασθένειας δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Ακόμα και τώρα, όταν νιώθω καλά, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Σκέψου (λέω) πόσα όργανα λειτουργούν και πόσες διαδικασίες συμβαίνουν κάθε στιγμή μέσα σου – μία να αστοχήσει… Σκέψου ακόμα (λέω) πόσοι άνθρωποι υποφέρουν αυτή τη στιγμή…
Δεν ξέρω αν στην επιλογή της συζύγου μου έπαιξε ρόλο το επάγγελμα της. Για έναν άνθρωπο που συνειδητά ζει την υγεία και την ασθένεια, είναι δίκοπο μαχαίρι να συζεί με γιατρό. Από τη μία πλευρά δίνει μία σιγουριά που σε καθησυχάζει (έχω τον προσωπικό μου θεράποντα 24 ώρες το 24ώρο) κι από την άλλη νιώθεις συνεχώς κάτω από ακτίνες «Χ». («Τώρα γιατί με ρώτησε αυτό; Τι φοβάται; Τι υποψιάζεται»). Εγώ προτιμώ να την νιώθω σαν φύλακα-άγγελο με πρόσθετες γνώσεις και δεξιότητες.
Άλλωστε όταν την γνώρισα δεν ήταν ακόμα γιατρός – μόλις είχε τελειώσει την ιατρική. Ωστόσο από την πρώτη στιγμή μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε την δουλειά της. Κι αυτό ίσως να μην συνέτεινε στο να την ερωτευτώ περισσότερο, αλλά σίγουρα στο να την εκτιμήσω πιο πολύ.
Το πρώτο μάθημα που πήρα ήταν ένα μάθημα ισότητας. Είδα πως ο ασθενής ήταν απλώς ένας άρρωστος άνθρωπος, άσχετα με το αν ήταν πρωθυπουργός ή άστεγος αλήτης. Είδα μία άλλη σχέση με το άρρωστο σώμα, τόσο όμοιο μέσα στην ανωνυμία του. Εγώ που έκρινα τους ανθρώπους από τα επιτεύγματα και τα δημιουργήματά τους, ξαφνικά τους είδα γυμνούς και μόνους απέναντι στην αρρώστια.
Πολλά χρόνια αργότερα, την παραμονή μίας σοβαρής εγχείρισης ένιωσα, στο πετσί μου αυτή τη μοναξιά και την ανημπόρια. Πού ήταν τώρα οι σπουδές μου, οι τίτλοι, τα βραβεία, τα βιβλία που είχα γράψει, η εκτίμηση των άλλων; Ένα γυμνό φύλλο ήμουν που έτρεμε στον άνεμο.
Ζώντας με ένα γιατρό έμαθα αυτή την άλλη αποτίμηση του ανθρώπου – την τόσο πιο ρεαλιστική και ουσιαστική.
Αλλά επίσης ζώντας μαζί του έμαθα και μία άλλη μορφή σχέσης. Που έχει μέσα ανθρωπιά, συμπόνια, ενσυναίσθηση – αλλά και απόσταση. Ο γιατρός συνδέεται με τον άρρωστό του ως ένα σημείο. Δεν ταυτίζεται μαζί του. Δεν πρέπει και δεν μπορεί να το κάνει. Τον πονάει αλλά δεν χάνεται μαζί του. Αλίμονο στον γιατρό που πενθεί κάθε απώλεια.
Αυτή η ισορροπημένη σχέση, ιδιαίτερα με τον χρόνια ασθενή, με δίδαξε πως μπορεί η ανθρωπιά να μοιράζεται σωστά, έτσι που να φτάνει για όλους. Θέλει τέχνη αυτή η ισορροπία γιατί ο άρρωστος τείνει να αρπάξει το χέρι που θα του απλώσεις και να σε τραβήξει κάτω. Πρέπει όμως εσύ να τον ανεβάσεις – χωρίς να ασκήσεις βία, πίεση, εξουσία.
Κι εκεί έρχεται το άλλο μάθημα. Σίγουρα η θέση του γιατρού δίπλα στον αδύναμο κι ανήμπορο είναι δύναμη. Οι περισσότεροι άρρωστοι στην ανάγκη τους βλέπουν τους γιατρούς σαν θεούς – ή τουλάχιστον μάγους. Περιμένουν το θαύμα.
Τι κάνεις όταν σε θεοποιούν; Πως αντιμετωπίζεις αυτόν τον πειρασμό; Είσαι, αναμφισβήτητα, σε μία θέση εξουσίας. Πως μπορείς να βοηθήσεις χωρίς να την εκμεταλλευθείς; Δίχως να γίνεις αυταρχικός, χωρίς να καταδυναστεύσεις, να απογυμνώσεις τον ασθενή από την αξιοπρέπειά του; Εγώ που είμαι βαθύτατα αντιεξουσιαστής θαυμάζω αυτούς που ξέρουν να κατευθύνουν χωρίς να βιάζουν.
Η συμβίωση με ένα γιατρό είναι ένα διαρκές μάθημα. Τον βλέπεις να ελίσσεται ανάμεσα στις δυνάμεις και τις αδυναμίες του, να προσπαθεί να λειτουργήσει μέσα σε αντίξοες συνθήκες (είτε εργάζεται μέσα στην μιζέρια του ΕΣΥ – είτε στην εμπορευματοποίηση του ιδιωτικού τομέα) να αγωνίζεται για τον άρρωστο αλλά και την δική του αυτοεκτίμηση…
Θα προχωρήσω ένα βήμα πιο πέρα – ίσως και πιο βαθιά.
Στην ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξαν δύο τύποι ανθρώπου. Θα τους ονομάσω: ο παθητικός και ο ενεργητικός ή αλλιώς – ο πιστός και ο μάγος.
Η στάση τους απέναντι στον κόσμο και τη ζωή ήταν διαμετρικά αντίθετη. Ο πιστός έσκυβε το κεφάλι παθητικά μπροστά στο μυστήριο του κόσμου, υποκλινόταν στις θεϊκές δυνάμεις, και προσπαθούσε να κερδίσει το έλεός τους παρακαλώντας και προσευχόμενος. Υποταγή και εγκαρτέρηση ήταν η ζωή του. «Δούλος του Θεού» όπως τον αποκαλεί η θρησκεία μας.
Ο ενεργητικός, ο μάγος, δεν υποτασσόταν στον κόσμο – ήθελε να τον υποτάξει. Τις αόρατες ή ορατές δυνάμεις τις χρησιμοποιούσε για να επιτύχει τους δικούς του σκοπούς και να προεκτείνει τη δική του βούληση.
Δεν είναι τυχαίο πως όλες οι θρησκείες μισούσαν τους μάγους, και τους είχαν για πρώτο στόχο. Μάγοι και μάγισσες κατευθείαν στην πυρά. Όχι μόνο στο Χριστιανικό Μεσαίωνα αλλά ακόμα και στην Αμερική του 18ου αιώνα. Η θρησκεία έβλεπε στον μάγο τον αρνητή της εξουσίας της, τον επαναστάτη, τον ανατροπέα της θεϊκής τάξης.
Οι σύγχρονες επιστήμες – και ιδιαίτερα η ιατρική – είναι η συνέχεια της μαγείας. Ακόμα και τώρα στους πρωτόγονους λαούς επιβιώνει το λειτούργημα τους μάγου-γιατρού, του medicine doctor των Ινδιάνων. Οι αλχημιστές του Μεσαίωνα έκαναν φαρμακολογία και ιατρική. Σε μία προσωπικότητα σαν τον Παράκελσο, συνενώνονται ιδανικά οι δύο ιδιότητες. Από αυτόν κατάγεστε όλοι.
Είναι χαρακτηριστικό το μότο που είχε στη ζωή του ο συγγραφέας της «Μεγάλης Χειρουργικής» (1536): alterius non sit qui suus esse potest. (Κανείς να μην ανήκει σε άλλον όταν μπορεί να ανήκει στον εαυτό του).
Έτσι λοιπόν οι γιατροί υπήρξαν οι πρώτοι ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι – οι «ιατροφιλόσοφοι» των περασμένων αιώνων το τεκμηριώνουν. Εκεί που οι ιερείς προσπαθούσαν να ξορκίσουν την αρρώστια με προσευχές, παρακλήσεις και δεήσεις, οι γιατροί έκαναν κάτι πιο συγκεκριμένο: ερευνούσαν για τα αίτια και έβρισκαν θεραπείες.
Για ένα σκεπτόμενο άνθρωπο είναι λοιπόν φυσικό να εκτιμά και να αναγνωρίζει τους ενεργητικούς ανθρώπους, αυτούς που δεν υπομένουν παθητικά αλλά μάχονται για να βοηθήσουν τους άλλους.
Ο όρος «μαχόμενη ιατρική» είναι πλούσιος σε περιεχόμενο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους ηρωικούς γιατρούς που ακολουθώντας το πρότυπο του Αλμπερτ Σβάιτσερ κινδυνεύουν στις πιο ακραίες περιοχές και καταστάσεις για να σώσουν ζωές. Σε αυτούς που έφτιαξαν οργανώσεις σαν τους Γιατρούς του Κόσμου και τους Γιατρούς χωρίς Σύνορα – που μαζί με άλλες μη κυβερνητικές έδωσαν ένα νέο υπόδειγμα ήθους στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. (Για μένα η εμφάνιση αυτών των οργανώσεων ήταν η μεγαλύτερη ηθική επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας, πιο σημαντική κι από τον Χριστιανισμό, ο οποίος μπορεί να κήρυξε την αγάπη του πλησίον, αλλά συμβίωσε χιλιετίες με την δουλεία, την εκμετάλλευση και τους λιμούς).
Μαχόμενος γιατρός όμως είναι για μένα και αυτός που δίνει την καθημερινή μάχη ενάντια στο πόνο και την ασθένεια. Και το να έχεις συνδέσει τη ζωή σου με ένα μαχόμενο, σου δίνει κι εσένα μία αίσθηση συμμετοχής σε αυτή τη μάχη. Ενώ παράλληλα δίνεις και συ τις δικές σου μάχες, σε άλλους χώρους.
Ναι, είναι τελείως διαφορετικό το να έχεις δίπλα σου ένα γιατρό παρά ένα συμβολαιογράφο… Αν και τα έσοδα από μερικά συμβόλαια τύπου Εφραίμ, δεν θα ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα…
http://www.ndimou.gr/newsarticle_gr.asp?news_id=364
την οποία έγραψε και προσφώνησε ο συγγραφέας Νίκου Δήμου.
Ο Νίκος Δήμου είναι παντρεμένος με την διαβητολόγο Μαριάννα Μπενρουμπή η οποία εργάζεται στο ΕΣΥ.
Το να είναι κανείς σύζυγος ιατρού είναι σίγουρα διαφορετικό από το να έχει παντρευτεί (ή νυμφευθεί) συμβολαιογράφο. Κανένα συμβολαιογράφο δεν τον σηκώνουν από το κρεβάτι τα χαράματα. Επί πλέον οι περισσότεροι συμβολαιογράφοι κερδίζουν απείρως πιο πολλά χρήματα από τους γιατρούς. (Εξαιρούνται μερικές χειρουργικές ειδικότητες).
Επίσης το επάγγελμα του γιατρού δεν κληρονομείται όπως του συμβολαιογράφου (εξαιρούνται μερικές πανεπιστημιακές έδρες). Συγγνώμη – είπα «επάγγελμα»;. Κακώς. Ξέχασα ότι στον χώρο της ιατρικής το να είναι κάποιος επαγγελματίας θεωρείται αρνητικό. Αντίθετα με άλλους κλάδους όπου το να είσαι επαγγελματίας είναι προτέρημα. Ένας υδραυλικός μπορεί να είναι «καλός επαγγελματίας», «σωστός επαγγελματίας». Αν το πείτε αυτό για ένα γιατρό είναι σαν να τον βρίζετε. Οι ψυχοψάχτες εξ υμών ας το αναλύσουν.
‘Ένα από τα μειονεκτήματα του να είσαι σύζυγος γιατρού είναι ότι όσοι δεν τολμούν ή δεν θέλουν να ρωτήσουν εκείνον (ή εκείνη) ρωτάνε εσένα. «Δεν μπορεί» σκέπτονται, «τόσα χρόνια μαζί κάτι θα έχει μάθει…». «Το ένα σαράντα πέντε είναι ψηλό ζάχαρο;» ρωτάει έτσι αχνά και αδιάφορα κάποιος στη δεξίωση. «Δεν ξέρω αν είναι ψηλό – πάντως στρατό δεν πας άμα είσαι ένα και σαράντα πέντε» είναι η σωστή απάντηση.
Σύζυγος ιατρού σημαίνει: θα κάνεις παρέα με γιατρούς και θα ακούς όλο το βράδυ ιατρικά περιστατικά. Κάποια στιγμή ένας θα πει: ας μιλήσουμε και για κάτι άλλο. Θα πέσουν δύο κουβέντες για πολιτική ή για ποδόσφαιρο και μετά ένας θα αναφωνήσει: «Σήμερα μου έφεραν ένα καταπληκτικό έμφραγμα!». Δεν συνιστώ σε υποχόνδριους να παντρευτούν γιατρό – δεν θα προλαβαίνουν να συλλέγουν συμπτώματα, διαγνώσεις και θεραπείες.
Το μονίμου και αποκλειστικής απασχολήσεως έχει άλλο ένα μειονέκτημα: ότι η δουλειά και η επιστήμη απορροφούν τόσο τον σύντροφο-ιατρό που έχει ελάχιστο χρόνο για σένα και την οικογένεια. Απορώ μερικές φορές όταν μαθαίνω για γιατρούς που ασκούν παράλληλα ένα χόμπι ή έχουν δεύτερη απασχόληση. Πότε προλαβαίνουν; Μόνο η διαρκής ενημέρωση που απαιτεί η συνέχεια εξελισσόμενη επιστήμη τους είναι αρκετή για να τους αλλοτριώσει τελείως. Η ιατρική πρέπει να είναι ένα από τα πιο απαιτητικά και χρονοβόρα επαγγέλματα – πράγμα που έχει επιπτώσεις στην οικογενειακή ζωή. Δύσκολο π.χ. ο σύντροφος ιατρός να παρακολουθεί την δική σου πορεία και τις δικές σου δραστηριότητες.
Ωστόσο υπάρχουν και τα φωτεινά διαλείμματα – π. χ. τα ιατρικά συνέδρια. Έχουν βέβαια γίνει ολίγον βιομηχανία – και είναι τόσα πολλά που θα μπορούσαν και αυτά να γίνουν αποκλειστική απασχόληση.
Εκεί, αν παραστείς ως συνοδόν μέλος, χάνεις εντελώς την προσωπικότητά σου. Μία και η συμμετοχή και η διαμονή έχουν κλειστεί στο όνομα του (της) συζύγου αλλάζεις κι εσύ όνομα. Εγώ π.χ. κυκλοφορώ διεθνώς ως κύριος Μπενρουμπής. Ενίοτε αυτό έχει περίεργα αποτελέσματα…
…όπως στην ιστορία με τον μασέρ που αφού εμάλαξε επί σαράντα πέντε λεπτά τον «κύριο Μπενρουμπή» (προσφορά στα συνοδά μέλη από την εταιρία που μας φιλοξενούσε στο «Θέρμαι Σύλλα») του ψιθύρισε στ’ αυτί: «Ώστε κυκλοφορούμε ινκόγκνιτο, κύριε Δήμου!».
Πέρα από αυτά τα ευτράπελα, η ζωή με ένα γιατρό σε μαθαίνει πολλά πράγματα. Όχι μόνο ιατρικά. Γιατί, πώς να το κάνουμε, ένας θεράπων, στην σωστή του εκδοχή, είναι ο πιο κοντινός συνάνθρωπος. Αυτός θα σε φέρει στον κόσμο, αυτός θα είναι κοντά σου όταν πονάς και αυτός θα σου κλείσει τα μάτια. Στις πιο αποφασιστικές, τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής, θα αναζητήσει κανείς ένα γιατρό. Είναι ένα λειτούργημα της ανάγκης κι αυτό κάνει την ευθύνη ενός γιατρού πολύ μεγαλύτερη.
Ζώντας με ένα γιατρό, ζεις από κοντά την ιστορία του ανθρώπινου πόνου. Είναι μία εμπειρία που σε καθορίζει. Από τις καθημερινές αφηγήσεις περνάνε συχνά μικρά ή μεγάλα δράματα. Καμιά φορά τα νιώθεις περισσότερο εσύ ο εξωτερικός παρατηρητής από τον ίδιο τον γιατρό που είναι βυθισμένος στην ευθύνη του.
Από παιδί είχα περίεργη σχέση με τους γιατρούς. Η μητέρα μου, χρόνια άρρωστη, ζούσε από και με αυτούς. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που μύριζε φάρμακα, που περίμενε τον γιατρό ή τον θάνατο. Περπατούσα στην μύτη των ποδιών και ευχόμουνα να περάσει και αυτή η κρίση. Ο γιατρός ήταν η ένδειξη της ασθένειας αλλά και η έξοδος από αυτή. Έτσι στο παιδικό μου μυαλό ταυτίστηκε και με την οδύνη της αρρώστιας και με την υπέρβασή της. Μόνο που επειδή η αρρώστια ήταν χρόνια, η θεραπεία δεν ήταν ποτέ οριστική.
Αυτή η αίσθηση της υποβόσκουσας ασθένειας δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Ακόμα και τώρα, όταν νιώθω καλά, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Σκέψου (λέω) πόσα όργανα λειτουργούν και πόσες διαδικασίες συμβαίνουν κάθε στιγμή μέσα σου – μία να αστοχήσει… Σκέψου ακόμα (λέω) πόσοι άνθρωποι υποφέρουν αυτή τη στιγμή…
Δεν ξέρω αν στην επιλογή της συζύγου μου έπαιξε ρόλο το επάγγελμα της. Για έναν άνθρωπο που συνειδητά ζει την υγεία και την ασθένεια, είναι δίκοπο μαχαίρι να συζεί με γιατρό. Από τη μία πλευρά δίνει μία σιγουριά που σε καθησυχάζει (έχω τον προσωπικό μου θεράποντα 24 ώρες το 24ώρο) κι από την άλλη νιώθεις συνεχώς κάτω από ακτίνες «Χ». («Τώρα γιατί με ρώτησε αυτό; Τι φοβάται; Τι υποψιάζεται»). Εγώ προτιμώ να την νιώθω σαν φύλακα-άγγελο με πρόσθετες γνώσεις και δεξιότητες.
Άλλωστε όταν την γνώρισα δεν ήταν ακόμα γιατρός – μόλις είχε τελειώσει την ιατρική. Ωστόσο από την πρώτη στιγμή μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε την δουλειά της. Κι αυτό ίσως να μην συνέτεινε στο να την ερωτευτώ περισσότερο, αλλά σίγουρα στο να την εκτιμήσω πιο πολύ.
Το πρώτο μάθημα που πήρα ήταν ένα μάθημα ισότητας. Είδα πως ο ασθενής ήταν απλώς ένας άρρωστος άνθρωπος, άσχετα με το αν ήταν πρωθυπουργός ή άστεγος αλήτης. Είδα μία άλλη σχέση με το άρρωστο σώμα, τόσο όμοιο μέσα στην ανωνυμία του. Εγώ που έκρινα τους ανθρώπους από τα επιτεύγματα και τα δημιουργήματά τους, ξαφνικά τους είδα γυμνούς και μόνους απέναντι στην αρρώστια.
Πολλά χρόνια αργότερα, την παραμονή μίας σοβαρής εγχείρισης ένιωσα, στο πετσί μου αυτή τη μοναξιά και την ανημπόρια. Πού ήταν τώρα οι σπουδές μου, οι τίτλοι, τα βραβεία, τα βιβλία που είχα γράψει, η εκτίμηση των άλλων; Ένα γυμνό φύλλο ήμουν που έτρεμε στον άνεμο.
Ζώντας με ένα γιατρό έμαθα αυτή την άλλη αποτίμηση του ανθρώπου – την τόσο πιο ρεαλιστική και ουσιαστική.
Αλλά επίσης ζώντας μαζί του έμαθα και μία άλλη μορφή σχέσης. Που έχει μέσα ανθρωπιά, συμπόνια, ενσυναίσθηση – αλλά και απόσταση. Ο γιατρός συνδέεται με τον άρρωστό του ως ένα σημείο. Δεν ταυτίζεται μαζί του. Δεν πρέπει και δεν μπορεί να το κάνει. Τον πονάει αλλά δεν χάνεται μαζί του. Αλίμονο στον γιατρό που πενθεί κάθε απώλεια.
Αυτή η ισορροπημένη σχέση, ιδιαίτερα με τον χρόνια ασθενή, με δίδαξε πως μπορεί η ανθρωπιά να μοιράζεται σωστά, έτσι που να φτάνει για όλους. Θέλει τέχνη αυτή η ισορροπία γιατί ο άρρωστος τείνει να αρπάξει το χέρι που θα του απλώσεις και να σε τραβήξει κάτω. Πρέπει όμως εσύ να τον ανεβάσεις – χωρίς να ασκήσεις βία, πίεση, εξουσία.
Κι εκεί έρχεται το άλλο μάθημα. Σίγουρα η θέση του γιατρού δίπλα στον αδύναμο κι ανήμπορο είναι δύναμη. Οι περισσότεροι άρρωστοι στην ανάγκη τους βλέπουν τους γιατρούς σαν θεούς – ή τουλάχιστον μάγους. Περιμένουν το θαύμα.
Τι κάνεις όταν σε θεοποιούν; Πως αντιμετωπίζεις αυτόν τον πειρασμό; Είσαι, αναμφισβήτητα, σε μία θέση εξουσίας. Πως μπορείς να βοηθήσεις χωρίς να την εκμεταλλευθείς; Δίχως να γίνεις αυταρχικός, χωρίς να καταδυναστεύσεις, να απογυμνώσεις τον ασθενή από την αξιοπρέπειά του; Εγώ που είμαι βαθύτατα αντιεξουσιαστής θαυμάζω αυτούς που ξέρουν να κατευθύνουν χωρίς να βιάζουν.
Η συμβίωση με ένα γιατρό είναι ένα διαρκές μάθημα. Τον βλέπεις να ελίσσεται ανάμεσα στις δυνάμεις και τις αδυναμίες του, να προσπαθεί να λειτουργήσει μέσα σε αντίξοες συνθήκες (είτε εργάζεται μέσα στην μιζέρια του ΕΣΥ – είτε στην εμπορευματοποίηση του ιδιωτικού τομέα) να αγωνίζεται για τον άρρωστο αλλά και την δική του αυτοεκτίμηση…
Θα προχωρήσω ένα βήμα πιο πέρα – ίσως και πιο βαθιά.
Στην ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξαν δύο τύποι ανθρώπου. Θα τους ονομάσω: ο παθητικός και ο ενεργητικός ή αλλιώς – ο πιστός και ο μάγος.
Η στάση τους απέναντι στον κόσμο και τη ζωή ήταν διαμετρικά αντίθετη. Ο πιστός έσκυβε το κεφάλι παθητικά μπροστά στο μυστήριο του κόσμου, υποκλινόταν στις θεϊκές δυνάμεις, και προσπαθούσε να κερδίσει το έλεός τους παρακαλώντας και προσευχόμενος. Υποταγή και εγκαρτέρηση ήταν η ζωή του. «Δούλος του Θεού» όπως τον αποκαλεί η θρησκεία μας.
Ο ενεργητικός, ο μάγος, δεν υποτασσόταν στον κόσμο – ήθελε να τον υποτάξει. Τις αόρατες ή ορατές δυνάμεις τις χρησιμοποιούσε για να επιτύχει τους δικούς του σκοπούς και να προεκτείνει τη δική του βούληση.
Δεν είναι τυχαίο πως όλες οι θρησκείες μισούσαν τους μάγους, και τους είχαν για πρώτο στόχο. Μάγοι και μάγισσες κατευθείαν στην πυρά. Όχι μόνο στο Χριστιανικό Μεσαίωνα αλλά ακόμα και στην Αμερική του 18ου αιώνα. Η θρησκεία έβλεπε στον μάγο τον αρνητή της εξουσίας της, τον επαναστάτη, τον ανατροπέα της θεϊκής τάξης.
Οι σύγχρονες επιστήμες – και ιδιαίτερα η ιατρική – είναι η συνέχεια της μαγείας. Ακόμα και τώρα στους πρωτόγονους λαούς επιβιώνει το λειτούργημα τους μάγου-γιατρού, του medicine doctor των Ινδιάνων. Οι αλχημιστές του Μεσαίωνα έκαναν φαρμακολογία και ιατρική. Σε μία προσωπικότητα σαν τον Παράκελσο, συνενώνονται ιδανικά οι δύο ιδιότητες. Από αυτόν κατάγεστε όλοι.
Είναι χαρακτηριστικό το μότο που είχε στη ζωή του ο συγγραφέας της «Μεγάλης Χειρουργικής» (1536): alterius non sit qui suus esse potest. (Κανείς να μην ανήκει σε άλλον όταν μπορεί να ανήκει στον εαυτό του).
Έτσι λοιπόν οι γιατροί υπήρξαν οι πρώτοι ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι – οι «ιατροφιλόσοφοι» των περασμένων αιώνων το τεκμηριώνουν. Εκεί που οι ιερείς προσπαθούσαν να ξορκίσουν την αρρώστια με προσευχές, παρακλήσεις και δεήσεις, οι γιατροί έκαναν κάτι πιο συγκεκριμένο: ερευνούσαν για τα αίτια και έβρισκαν θεραπείες.
Για ένα σκεπτόμενο άνθρωπο είναι λοιπόν φυσικό να εκτιμά και να αναγνωρίζει τους ενεργητικούς ανθρώπους, αυτούς που δεν υπομένουν παθητικά αλλά μάχονται για να βοηθήσουν τους άλλους.
Ο όρος «μαχόμενη ιατρική» είναι πλούσιος σε περιεχόμενο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους ηρωικούς γιατρούς που ακολουθώντας το πρότυπο του Αλμπερτ Σβάιτσερ κινδυνεύουν στις πιο ακραίες περιοχές και καταστάσεις για να σώσουν ζωές. Σε αυτούς που έφτιαξαν οργανώσεις σαν τους Γιατρούς του Κόσμου και τους Γιατρούς χωρίς Σύνορα – που μαζί με άλλες μη κυβερνητικές έδωσαν ένα νέο υπόδειγμα ήθους στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. (Για μένα η εμφάνιση αυτών των οργανώσεων ήταν η μεγαλύτερη ηθική επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας, πιο σημαντική κι από τον Χριστιανισμό, ο οποίος μπορεί να κήρυξε την αγάπη του πλησίον, αλλά συμβίωσε χιλιετίες με την δουλεία, την εκμετάλλευση και τους λιμούς).
Μαχόμενος γιατρός όμως είναι για μένα και αυτός που δίνει την καθημερινή μάχη ενάντια στο πόνο και την ασθένεια. Και το να έχεις συνδέσει τη ζωή σου με ένα μαχόμενο, σου δίνει κι εσένα μία αίσθηση συμμετοχής σε αυτή τη μάχη. Ενώ παράλληλα δίνεις και συ τις δικές σου μάχες, σε άλλους χώρους.
Ναι, είναι τελείως διαφορετικό το να έχεις δίπλα σου ένα γιατρό παρά ένα συμβολαιογράφο… Αν και τα έσοδα από μερικά συμβόλαια τύπου Εφραίμ, δεν θα ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα…
http://www.ndimou.gr/newsarticle_gr.asp?news_id=364
No comments:
Post a Comment